Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

Τζιμ Μόρισον, «κατά τον δαίμονα εαυτού»

Ο ασυγκράτητος μουσικός, τραγουδιστής, στιχουργός, ποιητής και frontman του συγκροτήματος The Doors, Jim Morrison, που προκάλεσε όσο λίγοι, μέσα στη σύντομη ζωή του κατάφερε να χαρακτηριστεί ως ένας από τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες της ροκ μουσικής και το όνομά του να συμπεριληφθεί μεταξύ των 100 σημαντικότερων τραγουδιστών όλων των εποχών.


Ο Morrison ήταν ιδιαίτερα ευφυής και πολυδιαβασμένος. Επέλεξε με τους συντρόφους του το όνομα «The Doors» για το συγκρότημά τους, εμπνευσμένος από το βιβλίο του Aldous Huxley «The Doors of Perception», ο οποίος με τη σειρά του έκανε αναφορά στο ποίημα του Άγγλου William Blake «The Marriage of Heaven and Hell», και συγκεκριμένα στους στίχους: «If the doors of perception were cleansed/ everything would appear to man as it is, infinite».

Είχε ήδη γίνει cult πρότυπο ενώ ζούσε, όχι μοναχά εξαιτίας της μουσικής του αλλά επίσης λόγω των ακραίων εμφανίσεών του στη σκηνή. Τριάντα οχτώ χρόνια μετά το θάνατό του, οι λάτρεις του ροκ σε όλο τον κόσμο εξακολουθούν να γοητεύονται από την προσωπικότητα του frontman των The Doors, ο οποίος ήταν επίσης γνωστός και ως The Lizard King, ο οποίος αψήφησε όλες τις συμβατικούς «καλούς» τρόπους και αναζήτησε απαντήσεις και εξιλέωση μέσα από την τέχνη του.





Ο James Douglas Morrison γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1943, στην πόλη Melbourne της Φλόριντα των ΗΠΑ, πρωτότοκος γιος του στρατιωτικού George Stephen Morrison και της Clara Clarke Morrison. Σε ηλικία τεσσάρων ετών ο μικρός James έγινε μάρτυρας ενός τροχαίου ατυχήματος στην έρημο, όπου πιθανόν έχασαν τη ζωή τους τα μέλη μιας οικογένειας ιθαγενών. Ο Morrison θα επανέρχεται σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του σε αυτό το γεγονός, το οποίο αναφέρει σε τουλάχιστον τρία τραγούδια του.

Λόγω της στρατιωτικής καριέρας του πατέρα του στον αμερικανικό στρατό, η οικογένεια μετακόμιζε συχνά και ο Jim φοίτησε σε διάφορα σχολεία. Τον Ιανουάριο του 1964, ο Morrison μετακόμισε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας, όπου αποφοίτησε στις Καλές Τέχνες. Ενώ φοιτούσε στο UCLA, δημιούργησε δυο ταινίες ενώ έγινε φίλος με πολλούς συγγραφείς της αντιδραστικής εφημερίδας Los Angeles Free Press, με την οποία παρέμεινε συνεργάτης έως το τέλος της ζωής του.

Μετά την αποφοίτησή του έζησε ως μποέμ στην περιοχή της παραλίας Venice. Ο ίδιος και ο συμμαθητής του Ray Manzarek ήταν τα δυο πρώτα μέλη των The Doors. Σύντομα μπήκαν στο συγκρότημα ο ντράμερ John Densmore και ο κιθαρίστας Robby Krieger. Ο Morrison ήταν γνωστός ως ο κύριος στιχουργός του συγκροτήματος, αλλά σημαντική ήταν και η συμβολή του Krieger, ο οποίος έγραψε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του γκρουπ, όπως τα «Light My Fire», «Love Me Two Times», «Love Her Madly» και «Touch Me».




Ο συχνά προκλητικός και υπερβολικός πάνω στη σκηνή Morrison, έλεγε ότι η σκηνική παρουσία του είχε επηρεαστεί από τον Van Morrison, για τον οποίο έκανε μάλιστα support το 1966. Την επόμενη χρονιά το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο με την δισκογραφική Elektra records, κερδίζοντας παγκόσμια αναγνώριση. Το single «Light my fire» έφτασε στο νούμερο ένα των τσαρτς και οι The Doors έγιναν γνωστοί σε όλη την χώρα. Ο Ed Sullivan κάλεσε το συγκρότημα στην εκπομπή του, ζητώντας ωστόσο να αλλάξουν οι στίχοι του «Light My Fire» από «Girl we couldn't get much higher» (που θεωρείται ότι κάνει αναφορά στα ναρκωτικά) σε «Girl we couldn't get much better». Ο Jim διαβεβαίωσε ότι θα ικανοποιηθεί το αίτημα του παρουσιαστή αλλά όταν ήρθε η ώρα τραγούδησε το κομμάτι χωρίς να αλλάξει τους στίχους, προκαλώντας την ενόχληση του Sullivan, ο οποίος δεν ξανακάλεσε το συγκρότημα στην εκπομπή του.

Το 1967, το συγκρότημα παρήγαγε ένα βίντεο για να προωθήσει το single «Break on through (on the other side)», όπως κάνουν στη συνέχεια και για άλλα τραγούδια τους, όπως το «The Unknown Soldier», «Moonlight Drive», και «People Are Strange».

Όταν κυκλοφόρησε το δεύτερο τους άλμπουμ, «Strange Days» οι The Doors ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα συγκροτήματα στις ΗΠΑ. Το μίγμα μουσικής μπλουζ, ροκ και ψυχεδελικής περιείχε νέα τραγούδια και ξεχωριστές διασκευές, όπως η μοναδική εκτέλεση του «Alabama Song» από την οπερέτα των Μπ.Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» είχε γοητευσει κοινό και κριτικούς. Το συγκρότημα εκτέλεσε επίσης κομμάτια ιδιαίτερα ασυνήθιστου μήκους, όπως το «the End» και το «Celebration of the Lizard».





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου