Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Ζωή με δόσεις (Λευτέρης Κουγιουμουτζής)


Εμβρόντητος απέμεινε μπρος στο γκισέ της τράπεζας ο Γιώργης, με το χαρτί των δόσεων στο χέρι. Η κοπέλα στο ταμείο πρέπει να του είπε ίσαμε τέσσερις φορές «καλημέρα σας κύριε, παρακαλώ;» ενώ και στην ουρά είχε αρχίσει να δημιουργείται εκνευρισμός, τουλάχιστον στους αμέσως επόμενους, που αντιλήφθηκαν την αδικαιολόγητη χρονοτριβή.

Μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει μια αμήχανη «καλημέρα» κι ένα «με συγχωρείτε» ο Γιώργης μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του, πριν στρίψει να εξαφανιστεί απ’ το υποκατάστημα, τσαλακώνοντας νευρικά το χαρτί στη χούφτα του.

Είχε στηθεί απ’ το πρωί στην ουρά, τελευταία μέρα του μήνα, να πληρώσει τη δόση του ΕΝΦΙΑ και του φόρου εισοδήματος, μ’ ένα «έναντι» που εισέπραξε απ’ τη δουλειά τις προάλλες. Ηταν βέβαιος πως είχε βάλει τα σωστά αποκόμματα στον χαρτοφύλακά του αποβραδίς.

Μόλις, όμως, έφτασε μπρος στην ταμία κι έβγαλε τα χαρτιά, συνειδητοποίησε ότι είχε μπερδευτεί κι είχε πάρει μαζί του τη δόση της ΔΕΗ, που είχε ακόμα ένα χρονικό περιθώριο να την αποπληρώσει.


Φουρκισμένος, ούτε που σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να δώσει τα στοιχεία του στην κοπέλα και να του εκτυπώσει επιτόπου την οφειλή· έκανε μεταβολή κι έτρεξε έξω, να τον χτυπήσει ο αέρας, να συνεφέρει ο νους του.

Εδώ και κάτι χρόνια τον έχουνε τρελάνει οι δόσεις τον Γιώργη.

Δόση για τον ΕΝΦΙΑ, δόση για τον φόρο εισοδήματος, δόση για τη ΔΕΗ του χειμώνα που χρησιμοποιούσε ηλεκτρικά καλοριφέρ για να ζεσταθεί, καθότι στην πολυκατοικία δεν βάζανε πια πετρέλαιο κι ήρθε ο λογαριασμός λιγάκι φουσκωμένος, δόση για το νερό (ρύθμισε κάτι οφειλές που είχανε μαζευτεί), δόση στο πολυκατάστημα για έναν φορητό υπολογιστή που χρειάστηκε ν’ αγοράσει πρόσφατα για να κάνει τις δουλειές του, δόση για ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα που παρακολουθεί, μήπως και γίνει πιο ελκυστικός στην αγορά εργασίας, ειδικά τον Σεπτέμβρη δεν ήξερε ο Γιώργης τι να πρωτοπληρώσει.

Πέντ-έξι φορές τον μήνα πήγαινε στα γκισέ και στα ταμεία να ταχτοποιήσει τις οφειλές, μην τυχόν και λήξει η δόση κι έχει άλλα τρεχάματα μετά· ήτανε λογικό, κάποια στιγμή, να τα μπλέξει.

Θα μπορούσε, ασφαλώς, να τις ρυθμίσει τραπεζικά τις εκκρεμότητές του, να πληρώνονται απευθείας απ’ τον λογαριασμό του και να μη χρειάζεται να τρέχει δεξιά κι αριστερά κάθε τρεις και λίγο· μόνο που ο προσωπικός του λογαριασμός είχε αραχνιάσει από καιρό, καθηλωμένος στο απόλυτο μηδέν, δίχως κινήσεις.

Πάλι καλά που στη δουλειά, παρ' όλο που υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις στα μηνιάτικα, τους δίνουν κάποια ποσά στο χέρι, έναντι οφειλών, κι έτσι τα καταφέρνει ακόμη να είναι συνεπής στις αποπληρωμές, έστω και την ύστατη ώρα.

Περπάτησε για λίγο στο απέναντι παρκάκι και θέλησε να τηλεφωνήσει σε κάποιον καλό φίλο, να μοιραστεί τη μικρή του περιπέτεια.

Ποιον να καλέσει όμως, που ο ένας είναι άνεργος και πνιγμένος στα χρέη, ο δεύτερος φευγάτος στη Βόρεια Ευρώπη εδώ και κάτι χρόνια κι ο τρίτος γυρίζει στα κοινωνικά παντοπωλεία μπας κι εξασφαλίσει τ’ απαραίτητα για την οικογένεια;
«Δεν βαριέσαι», μουρμούρισε, κι επέστρεψε στην τράπεζα να τελειώσει με την υπόθεση, να μη χάσει και την αυριανή ημέρα στις ουρές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου