Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

H Μηλιά Γρεβενών μπορεί αντικειμενικά να χαρακτηριστεί Παρθενώνας της Παλαιοντολογίας


H Μηλιά Γρεβενών μπορεί αντικειμενικά να χαρακτηριστεί Παρθενώνας της Παλαιοντολογίας, χάρη στα σπουδαία ευρήματα, που χρονολογούνται από εκατοντάδες χιλιάδες έως εκατομμύρια χρόνο.

Άλλωστε, η περιοχή έχει περίοπτη θέση στο Βιβλίο Γκίνες, καθώς εκεί βρέθηκαν οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες του κόσμου, μήκους 5.02 μέτρων, που ανήκουν σε προβοσκιδωτό (μαστόδοντα) 3.000.000 χρόνων.

Οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες βρέθηκαν το 2007, ανατρέποντας το προηγούμενο ρεκόρ μήκους 4.39 μέτρων, που καταγράφηκε το 1997, επίσης στη Μηλιά!

Προ μηνών, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Παλαιοντολογίας του Τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.) , Ευαγγελία Τσουκαλά, επικεφαλής της ανασκαφικής ομάδας που έφερε στο φως τους μεγαλύτερους χαυλιόδοντες, βραβεύτηκε με το διεθνές βραβείο «Giuseppe Sciacca» για την καθοριστική συμβολή τους στις έρευνες και στις ανασκαφές στη Μηλιά Γρεβενών.

Αυτό το γεγονός αποδεικνύει πόσο σημαντικά, για την Παλαιοντολογία είναι τα ευρήματα της Μηλιάς, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.

Τα προϊστορικά ευρήματα σήμερα φιλοξενούνται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Μηλιάς, το οποίο επισκέπτονται ετησίως 30.000 άτομα, όμως οι προοπτικές είναι πολύ καλύτερες.

Και τούτο γιατί μέχρι το 2015 η Μηλιά πρόκειται να αποκτήσει ένα σύγχρονο Κέντρο Παλαιοντολογίας.

Το σύγχρονο κτίριο θα καλύπτει έκταση 3.000 τ.μ. όπου θα υπάρχουν:

εκθεσιακός χώρος, συνεδριακό κέντρο, διαδραστικά και εκπαιδευτικά εκθέματα για τις επισκέψεις των μαθητών, εργαστήρια ερευνών, βιβλιοθήκη και γραφεία, ξενώνες, βοηθητικές υποδομές και αναψυκτήριο.

Το Κέντρο Παλαιοντολογίας Μηλιάς πρόκειται να φιλοξενεί σεμινάρια, διαλέξεις και συνέδρια για επιστημονικούς σκοπούς, καθώς επίσης θερινά και χειμερινά σχολεία, όπως και την έρευνα του πανεπιστημίου και των φοιτητών του, σε συνεργασία με ακαδημαϊκά ιδρύματα και επιστημονικούς φορείς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει υπογραφεί τριμερής προγραμματική σύμβαση για την ίδρυση και λειτουργία του Κέντρου, ανάμεσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, τον Δήμο Γρεβενών και την Αναπτυξιακή Γρεβενών Α.Ε., με το έργο να χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ.

«Τα ευρήματα αποκαλύπτουν μία άγνωστη μέχρι πρόσφατα ιστορία της περιοχής για μία σπάνια περίοδο – Πλειόκενος – για την οποία έχουμε ελάχιστες πληροφορίες.

Υπάρχει πλούτος φυσικής ιστορίας και μοναδικών παγκοσμίως απολιθωμάτων και έτσι η περιοχή καθίσταται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από επιστημονικής και ερευνητικής πλευράς» αναφέρει η βραβευθείσα αναπληρώτρια καθηγήτρια, Ευαγγελία Τσουκαλά, σημειώνοντας ότι το ερευνητικό έργο του πανεπιστημίου συνεχίζεται σε νέες θέσεις και νέα απολιθώματα, που αναμένεται να φέρουν στο φως επιπλέον ενδιαφέροντα στοιχεία.

Όπως επισημαίνει, η περιοχή αποτελούσε τον «τελευταίο επίγειο παράδεισο», καθώς σε αυτήν βρέθηκε ένα προϊστορικό ζώο, ο τάπιρος, το οποίο φαίνεται να ζούσε στη νότια Αμερική και στην Ινδονησία και πιο συγκεκριμένα σε μέρη με τροπικό, ζεστό κλίμα, πολλά νερά και πλούσια βλάστηση.

Σειρά ανακαλύψεων σαν παραμύθι…

Η συστηματική παλαιοντολογική έρευνα στην περιοχή των Γρεβενών άρχισε το 1990 από το Τμήμα Γεωλογίας του Α.Π.Θ.

Μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών στη θέση Αμπέλια της πόλης των Γρεβενών, με την αποκάλυψη τμήματος σκελετού του γιγαντιαίου ελέφαντα (Elephas antiquus), 200.000 ετών, η ομάδα του Α.Π.Θ. συνέχισε τις έρευνες στη Μηλιά, 15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Γρεβενών.

Οι πληροφορίες που αξιοποιήθηκαν αναφερόταν, από το 1986, σε απολιθώματα που βρήκε ο κάτοικος της περιοχής Θανάσης Δεληβός στη Μηλιά.
Το 1997, το μέλος της ομάδας Βασίλης Μακρίδης εντόπισε το πρώτο ζευγάρι χαυλιοδόντων ενός γιγαντιαίου, γένους αρσενικού, μαστόδοντα (Mammut borsoni), ύψους γύρω στα τριάμισι μέτρα και βάρους εξίμισι τόνων. Το μήκος του μεγαλύτερου χαυλιόδοντα είναι 4.39 μέτρα.

Το έργο της μεταφοράς, συντήρησης και αποκατάστασης στον εκθεσιακό χώρο, που έγινε το 1997, ήταν εξαιρετικά επίπονο, λόγω του μεγάλου μεγέθους τους και του κινδύνου να θρυμματιστούν.

Όλα τα ευρήματα χαρακτηρίζονται από τις εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις τους και οι αναλογίες τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα απολιθώματα αυτά είναι τα υπολείμματα ενός ενήλικου προβοσκιδωτού (που πέθανε περίπου στην ηλικία των 40 χρόνων).

Οι διαστάσεις αυτές είναι πολύ μεγαλύτερες των σημερινών ελεφάντων, οπότε μπορούμε να θεωρήσουμε το ζώο αυτό ως έναν πραγματικό γίγαντα που ζούσε και περιφερόταν στις αχανείς εκτάσεις της κοιλάδας του Αλιάκμονα, πριν από 3.000.000 χρόνια περίπου.

Η ανακάλυψη των απολιθωμένων οστών του Mammut borsoni συμβάλλει στη γνώση τόσο της εξέλιξης των προβοσκιδωτών, όσο και των λόγων που οδήγησαν το είδος αυτό στην εξαφάνισή του από την Ευρώπη.

Ο γιγαντισμός του, ιδιότητα που δυσκόλευε τη ζωή του, η έλλειψη αρκετής τροφής, ικανής να θρέψει ένα γίγαντα είναι οι πιθανοί λόγοι που τα ζώα αυτά εξαφανίστηκαν.

Το 2007, μέσα σε αμμορυχείο της Μηλιάς, ανακαλύφθηκε ημιτελής σκελετός και δεύτερο ζευγάρι χαυλιοδόντων του ίδιου είδους του μαστόδοντα των 3.000.000 χρόνων, με μεγαλύτερο ακόμα μήκος: 5,02 μέτρα!

Το σπουδαίο εύρημα εντοπίστηκε σε βάθος πέντε μέτρων, ενώ εκτιμάται ότι η σύσταση του εδάφους (αμμώδες) της περιοχής, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ποσοτήτων νερού, ευνόησε την απολίθωση των οστών και τη διατήρησή τους για εκατομμύρια χρόνια.

Γιγάντιοι ρινόκεροι και αγριοθηρία

Σημαντική είναι και η παρουσία των υπόλοιπων προϊστορικών άγριων ζώων που δίνουν πιο πλήρη εικόνα του παλαιοπεριβάλλοντος στην Μηλιά.
Ο γιγάντιος ρινόκερος (Dicerorhinus jeanvireti), με δύο κέρατα στη μύτη, προσδιορίστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Στα απολιθωμένα κρανία των ρινόκερων δεν υπάρχουν κέρατα, διότι η κεράτινη υφή τους δεν επιτρέπει την απολίθωση, αλλά διατηρούνται οι βάσεις τους με πολύ αδρή επιφάνεια που δείχνουν το σημείο όπου προσφύονταν τα κέρατα.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι το οστεοποιημένο ρινικό τοίχωμα που είναι στοιχείο του φυλετικού διμορφισμού, εφόσον στα θηλυκά η οστεοποίησή του είναι ασθενέστερη από ότι στα αρσενικά και αποτελεί ένα εξελικτικό στοιχείο αφού στις πιο αρχαϊκές μορφές των ρινόκερων αυτό ήταν μικρότερης εκτάσεως ή εξέλειπε.

Ένα άλλο ζώο της ίδιας τάξης των Περισσοδακτύλων (με περιττό αριθμό δακτύλων στα πόδια τους, σε αντίθεση με τα Αρτιοδάκτυλα-βοοειδή, ελαφοειδή, χοίρους κ.λπ.) με τους ρινόκερους και τα ιππάρια (Hipparion sp. μικρόσωμα άλογα με τρία δάκτυλα στα πόδια τους) που για πρώτη φορά βρέθηκε στην Ελλάδα είναι ο τάπιρος (Tapirus arvernensis) της Μηλιάς.

Οι τάπιροι συγγενεύουν με τους ρινόκερους, ανήκουν όπως και αυτοί στα κερατόμορφα περισσοδάκτυλα και σήμερα αντιπροσωπεύονται από τον ινδικό και τον αμερικανικό τάπιρο.

Έχουν κοντόχοντρα πόδια, κολοβωμένη προβοσκίδα και έτσι με το ευκίνητο ράμφος που τα βοηθάει να τραβάνε τα μικρά κλαδιά των δέντρων. Ζουν κυρίως σε ελώδεις εκτάσεις και τροπικά δάση.

Το μήκος μπορεί να φθάσει τα δύο μέτρα, το ύψος το 1,2 μέτρα και το βάρος τα 300 κιλά. Αγαπούν το νερό και κολυμπούν όπως τα προβοσκιδωτά και οι ρινόκεροι πολύ καλά.

Πολλά άλλα φυτοφάγα αρτιοδάκτυλα ζώα συνθέτουν την πανίδα της Μηλιάς. Τουλάχιστον πέντε είδη βοοειδών Bovidae, μεταξύ των οποίων βίσωνες και γαζέλες (Gazella borbonica), τέσσερα είδη ελαφοειδών Cervidae μεταξύ των οποίων ο Croizetoceros ramosus και ο αγριόχοιρος Sus arvernensis.

Φανατικοί εχθροί όλων αυτών των ζώων ήταν το τρομακτικό αιλουροειδές ο μαχαιρόδοντας (Homotherium sp.), με τους πολύ επιμήκεις λεπτούς πριονωτούς κυνόδοντες, η μεγάλη αρκούδα (Ursus sp.), το αγριοθήριο (Agriotherium sp.) μια μορφή γιγαντιαίας αρκούδας με πολύ κοφτερά δόντια.
Τέλος αξιοσημείωτη είναι η παρουσία μιας προϊστορικής χελώνας.

Πυκνά δάση με πολλά νερά

Τα απολιθώματα βοηθούν στην ανασύνθεση του παρελθόντος. Το παλαιοπεριβάλλον της περιοχής των Γρεβενών πριν 3.000.000 χρόνια ήταν ευνοϊκό για την ανάπτυξη γιγαντιαίων μορφών.

Δηλαδή, κυριαρχούσαν πυκνά δάση και πλούσιοι θάμνοι, από τα οποία τρέφονταν αυτοί οι γίγαντες.

Επίσης, υπήρχε άφθονο νερό στην περιοχή, αφού κυρίως οι μαστόδοντες και οι ρινόκεροι κατανάλωναν εκατοντάδες λίτρων νερού την ημέρα, ενώ το κλίμα ήταν περισσότερο θερμό από το σημερινό την εποχή εκείνη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μαστόδοντας έτρωγε 300 κιλά χόρτα και έπινε 200 λίτρα νερό την ημέρα, ενώ ο ρινόκερος κατανάλωνε πάνω από 100 λίτρα νερού ημερησίω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου