Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

Το κάψιμο του Χορτιάτη: 71 χρόνια μετά


«Κείνη τη μέρα σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι…», σημειώνει ο Μενέλαος Λουντέμης. «Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης, και ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή», γράφει στο ποίημά του «Θεσσαλονίκη» ο Νίκος Καββαδίας.

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 η δρεπανοφόρος Άτροπος Μοίρα επέλεξε τον Χορτιάτη να ακοντίσει τα δικά της αιματοβαμμένα μηνύματα. Να θερίσει 149 μίσχους, να κόψει με μια απότομη κίνηση τα χρώματα της ίριδας που ρίζωναν στους πρόποδες του Χορτιάτη και να αφήσει μόνο μαύρο και κόκκινο, καπνό και αίμα.


Γράφει ο Μπάμπης Νανακούδης

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ο Χορτιάτης πλήρωσε βαρύ τίμημα για την αντιστασιακή του δράση. Πλήρωσε με 149 αθώες ζωές και τη σχεδόν εκ βάθρων καταστροφή του, διότι δεν έσκυψε το κεφάλι στον κατοχικό ζυγό, δεν έπλευσε στα δύσκολα χρόνια κόστα - κόστα, ούτε έμεινε στα ρηχά, μα έστρεφε το ακρόπρωρό του στα ανοικτά, μπήκε στις τρικυμίες με υψωμένη την αντιστασιακή παντιέρα.

Ο θάνατος ενός Γερμανού στρατιώτη - χημικού σε μια τυχαία ένοπλη συμπλοκή στο Ρωμαϊκό Υδραγωγείο (Καμάρα), μεταξύ ανταρτών του ΕΛΑΣ, που είχαν στήσει ενέδρα για άλλο λόγο και Γερμανών, που συνόδευαν προπορευόμενο (κατά μία ώρα περίπου…) όχημα της εταιρείας Ύδρευσης και μετέβαιναν στις πηγές της Αγίας Παρασκευής για να τις απολυμάνουν, επίσπευσε την προαποφασισμένη και καλά οργανωμένη απόφαση των Γερμανών και των Σουμπερταίων Ταγματασφαλιτών να αφανίσουν τον Χορτιάτη και τους κατοίκους του.

Λίγες ώρες αργότερα από το πρωινό επεισόδιο, οι γερμανικές δυνάμεις συνεπικουρούμενες από ορδές ταγματασφαλιτών του Σούμπερτ, θα φτάσουν στο Χορτιάτη με 32 οχήματα έτοιμες να εφαρμόσουν το προμελετημένο τους σχέδιο. Ξεσπούν σε πράξεις παράφορης βίας, σκοτώνουν βρέφη, βιάζουν, εκτελούν εν ψυχρώ, καίνε και λεηλατούν. Συγκεντρώνουν όσους δεν έχουν εγκαταλείψει το χωριό στο φούρνο του Γκουραμάνη και στο σπίτι του Νταμπούδη, μετατρέποντας τους δυο χώρους σε κρεματόρια. Ο απολογισμός θα είναι τραγικός: 149 άτομα θα καούν ζωντανά ή θα εκτελεστούν, από τα οποία τα 51 κάτω των 18 ετών. Ανάμεσά τους ένα βρέφος 2 μηνών, ο Αλέξανδρος Σαρβάνης.
Η Δρακούδη Μηλίτσα, 3 μηνών. Τα μονοχρονίτικα Ανθούλα Τράϊκου και Θανάσης Αγγελινούδης. Τα διχρονίτικα Χριστίνα Ευγενούδη, Γιώργος Κουπαράνης, Χριστόδουλος Λασκαρίδης και Βαγγελίτσα Σκαραγκά. Τα τριχρονίτικα Ειρήνη Γκουραμάνη και τα δίδυμα αδέλφια Ελισάβετ και Ζαχαρίας Μπουζούδης.

Μαρτυρίες

Βασιλική Γκουραμάνη (12 χρονών τότε): «… Ήταν τόσο φρικιαστικά όσα έγιναν, που και σήμερα εξακολουθώ να τα βλέπω στον ύπνο μου ολοζώντανα… είχαμε τρελαθεί. Άρπαζαν τα μωρά και σπούσαν τα κεφαλάκια τους στους τοίχους του φούρνου (Γκουραμάνη) που μας κλείσαν και τα μυαλουδάκια τους χυμένα επάνω μας. Ήταν φρίκη… Ύστερα όπως καθόμασταν βουβοί μέσα στο φούρνο, ρίχνουν μια φορά με το πολυβόλο, γαζώνουν μερικούς και στη συνέχεια ρίχνουν επάνω μας ξερά χόρτα και βάζουν φωτιά, κλείνοντας κάθε διέξοδο διαφυγής. Μας έπνιξαν οι καπνοί. Και κείνοι έξω τραγουδούσαν και γελούσαν και ακόμα τα χαχανητά τους κουδουνίζουν στ΄ αυτιά μου. Κι ακόμα σκέφτομαι, τι άνθρωποι ήταν αυτοί, μάνες τους γέννησαν άραγε ή φίδια;…»

Μαρία Αγγελινούδη (40 χρονών τότε): «… Μας έριξαν σαν αρνιά μέσα στο φούρνο του Γκουραμάνη και έβαλαν με το πολυβόλο. Πολλοί σκοτώθηκαν και άλλοι τραυματίστηκαν. Εγώ τραυματίστηκα ελαφρά και ανέβηκα πάνω στο ζυμωτήριο. Εκεί ήταν και ο Πρόεδρος της Κοινότητας, τραυματισμένος με την οικογένειά του. Ένα παιδί του έπεσε μέσα στο καζάνι του ζυμωτηρίου και κάηκε πριν σκοτωθούν οι γονείς του. Εγώ κατέβηκα απ’ το παράθυρο που κατέβαζαν τις πινακωτές, κι επειδή πολλοί έφυγαν από κείνο το παράθυρο πριν από μένα, έστησαν απέναντι ένα πολυβόλο και θέριζαν όσους έβγαιναν.

… Δεν ξέρω πως σώθηκα. Ήμουν πίσω από μια γυναίκα μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, που δρασκελούσε το παράθυρο. Έπεσε νεκρή απ΄ τις σφαίρες που ρίχτηκαν, κι εγώ έπεσα δίπλα της. Η πλάτη μου ήταν γεμάτη μυαλά και απ’ τα χέρια μου έτρεχαν αίματα. Με πέρασαν για σκοτωμένη και δεν ξαναπυροβόλησαν. Κι εγώ έμεινα ακίνητη. Ύστερα πέσανε πάνω μου άλλοι νεκροί και με σκέπασαν, αλλά άκουγα όσα λέγανε… Λίγο πιο πέρα τραβούσαν τον Παπαδημήτρη απ’ τα γένια και τον ρωτούσαν: «εσύ τραγόπαπα από πού είσαι; Κομμουνιστής είσαι;» Άκουγα και κλάματα και ουρλιαχτά αλλά δεν ήξερα από πού έρχονταν αυτά. Όταν σταμάτησα να ακούω και τον παραμικρό θόρυβο σηκώθηκα απ’ το σωρό των νεκρών και έφυγα έξω απ΄ το χωριό…»

Πέτρος Τσαγκαλής (8 χρονών τότε): «…Σκότωσαν τη μάνα μου, αφού πρώτα έκοψαν τα δάχτυλά της με σουγιά και πήραν τα δαχτυλίδια της. Κι αν σκεφτείς πως όλη η επίδειξη της ασύλληπτης βαρβαρότητας κείνης της μέρας έγινε περισσότερο από τους Έλληνες ταγματασφαλίτες παρά από Γερμανούς, όσα χρόνια κι αν περάσουν εξακολουθείς να μένεις σαστισμένος… Εγώ έφυγα από το φούρνο του Γκουραμάνη πριν ακόμα πυροβολήσουν, πριν του βάλουν φωτιά. Έφυγα από το πίσω παράθυρο και κρύφτηκα πρώτα κάτω από ένα κάρο φορτωμένο αλεύρι απ’ το πλιάτσικο που κάναν οι ταγματασφαλίτες.

Ύστερα έπιασε μια φοβερή ανεμοθύελλα, σκοτείνιασε ο τόπος κι εκμεταλλεύτηκα εκείνη τη σκοτεινιά κι έφυγα προς τα χωράφια. Στο δρόμο συνάντησα την Ελένη Νανακούδη, λες και την βούτηξαν σ’ ένα καζάνι με αίμα και την έβγαλαν. Έσταζε αίμα! Προχωρήσαμε λίγο μαζί, κι ύστερα χωρίσαμε. Εκείνη τράβηξε προς το βουνό να βρει τον πατέρα της, κι εγώ στα χωράφια να βρω τον δικό μου. Η μάνα μου και τα δυο αδέλφια μου χάθηκαν κείνη τη φοβερή μέρα…»
tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου