Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Η αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού


Δεν χωράει αμφιβολία ότι μετά την 24η Ιουλίου του 1974 η Ελλάδα μπήκε σε νέα περίοδο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη μακροβιότερη και τη σταθερότερη στη σύγχρονη Ιστορία της. Ποιος, όμως, ήταν ο χαρακτήρας εκείνης της μεταβολής και πώς προέκυψε;
Θα μπορούσε η δικτατορία να πέσει με άλλο τρόπο; Υστερα από μια γενικευμένη λαϊκή εξέγερση, για παράδειγμα, που θα σηματοδοτούσε διαφορετικού τύπου αλλαγές απ’ αυτές που ακολούθησαν; Ποιες τομές έφερε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που σταθεροποίησαν το μεταπολιτευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα;

Ελεγχόμενη μεταβολή
Η μετάβαση από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν μια ελεγχόμενη μεταβολή, με τη συνδρομή και του ξένου παράγοντα - κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ολα τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούν.

Είναι βέβαιο ότι το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο, η ανατροπή του Μακαρίου και η τουρκική εισβολή πέντε ημέρες αργότερα, αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα της χούντας, η οποία δεν είχε πλέον καμία δυνατότητα να ελέγξει τους ανέμους και τις θύελλες που είχε απελευθερώσει από τον ασκό του Αιόλου. Το πρόβλημα από εκεί και μετά δεν ήταν αν θα έπεφτε η χούντα, αλλά το πόσο γρήγορα θα γινόταν αυτό.


Την κρισιμότητα των στιγμών για ολόκληρο το αστικό καθεστώς τη συνέλαβε με ακρίβεια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος σε δήλωσή του στις 16 Ιουλίου καθόρισε και τα βήματα που έπρεπε να ακολουθήσουν. Ελεγε συγκεκριμένα:

«Τα δραματικά γεγονότα της Κύπρου αποτελούν εθνικήν συμφοράν και ημπορούν να έχουν οδυνηράς διά το έθνος επιπτώσεις, εσωτερικάς και διεθνείς… Αυτήν την στιγμή αισθάνομαι το ιστορικόν χρέος να απευθύνω έκκλησιν πατριωτισμού και σωφροσύνης. Δεν γνωρίζω όμως προς ποίον να αποτανθώ δεδομένου ότι στην Ελλάδα υπάρχει το πρωτοφανές καθεστώς της Αφανούς Αρχής.

Θα αποτανθώ, όμως, προς τας Ενόπλους δυνάμεις της χώρας εν ονόματι των οποίων ασκείται η εξουσία και εις τον πατριωτισμόν και την φιλοτιμίαν των οποίων υπολογίζω διά να τους είπω:

1. Οτι επιβάλλεται ο άμεσος τερματισμός της τραγωδίας της Κύπρου και η αποκατάστασις της νομιμότητος εν τω προσώπω του Μακαρίου.
2. Οτι η αποκατάστασις της δημοκρατικής ομαλότητος στην Ελλάδα αποτελεί ύψιστην εθνικήν ανάγκην.
3. Οτι αυτήν την στιγμήν υπάρχει η δυνατότης εξόδου από την ανωμαλίαν κατά τρόπον ασφαλή και ακίνδυνον διά την χώραν.
4. Οτι, μετά τινά χρόνον, η δυνατότης αύτη της ειρηνικής ομαλότητος και της εθνικής συμφιλιώσεως δεν θα υφίσταται, και
5. Οτι διά την προσπάθειαν της αποκαταστάσεως της ομαλότητος και της εθνικής συμφιλιώσεως τίθεμαι εις την διάθεσιν της χώρας» («Αρχείο Κ. Καραμανλή», έκδοση της «Καθημερινής», τόμος 7, σελ. 220-221).
Η πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα -σύμφωνα με όλες τις, γνωστές, ιστορικές πηγές- είχε αποφασιστεί στις 21 Ιουλίου του 1974 από τη στρατιωτική ηγεσία της χούντας, όταν ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος και οι αρχηγοί των τριών κλάδων (πεζικό, αεροπορία, ναυτικό) Γαλατσάνος, Παπανικολάου και Αραπάκης, αποφάσισαν να αυτονομηθούν από τον Ιωαννίδη και να κινηθούν προς την κατεύθυνση πολιτικοποίησης του καθεστώτος.
Πολύ λίγη σημασία έχει αν αυτή η απόφαση επιβλήθηκε στους στρατιωτικούς από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή αν οι ίδιοι το σκέφτηκαν πρώτοι -εκτιμώντας ότι έχαναν το έλεγχο των πραγμάτων με αποτέλεσμα η κατάσταση να οδηγείται σε ανεξέλεγκτη πορεία- και οι ΗΠΑ συμφώνησαν. Το σίγουρο είναι πως η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και οι Αμερικανοί δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να χάσουν τον έλεγχο.

«Αν το καθεστώς κατέρρεε -γράφει ένας από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της αλλαγής του ’74, ο αρχηγός του ναυτικού και πιστός άνθρωπος των Αμερικανών Π. Αραπάκης-, ο λαός δεν θα έμενε απαθής και η αιματοχυσία θα ήταν αναπόφευκτη» (Π. Αραπάκη: «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ-Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, σελ. 304). Το σύνολο των διεργασιών, συνεπώς, συνέκλινε σ’ έναν στόχο: να μην εμφανιστεί στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας.

Οι Αμερικανοί πάντως ήξεραν ότι έρχεται πολιτική αλλαγή προτού αυτή λάβει χώρα. Το βράδυ της 22ας Ιουλίου του 1974, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρι Κίσινγκερ δήλωνε επίσημα για την κατάσταση στην Ελλάδα: «Ενδεχομένως τη στιγμή αυτή πραγματοποιείται πολιτική μεταβολή» («Ταχυδρόμος», 26/7/1975).

Η επιβολή του Κ. Καραμανλή

Είναι γνωστό ότι η πολιτική μεταβολή επισημοποιήθηκε με τη στρατιωτικοπολιτική σύσκεψη που έγινε στις 23 Ιουλίου του 1974 στα παλιά ανάκτορα. Η σύσκεψη άρχισε στις 2, περίπου, το μεσημέρι. Από τους πολιτικούς συμμετείχαν ο Παν. Κανελλόπουλος, ο Γ. Μαύρος, ο Σπ. Μαρκεζίνης, ο Γ. Α. Νόβας, ο Στ. Στεφανόπουλος, ο Π. Γαρουφαλιάς, ο Ξεν. Ζολώτας και ο Ευάγγ. Αβέρωφ.
Από τους στρατιωτικούς παρόντες ήταν ο πρόεδρος της χουντικής «Δημοκρατίας» στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος, ο αρχηγός ΓΕΣ αντιστράτηγος Ανδρ. Γαλατσάνος, ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης και ο αρχηγός ΓΕΑ Αλ. Παπανικολάου.

Υποστηρίζεται ότι στη σύσκεψη δεν κρατήθηκαν πρακτικά. Γι’ αυτό κι όσα γνωρίζουμε για το περιεχόμενό της, τα γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των συμμετασχόντων, οι οποίοι ασφαλώς δεν έχουν πει όλη την αλήθεια. Από τις διάφορες, πάντως, μαρτυρίες προκύπτει ότι η σύσκεψη απέρριψε τον σχηματισμό κυβερνητικού σχήματος με τη συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών και υιοθέτησε τη λύση μιας καθαρά πολιτικής κυβέρνησης.

Επίσης, κοινή θέση πολιτικών και στρατιωτικών ήταν η κυβέρνηση να σχηματιστεί από πρόσωπα που προέρχονταν από τον χώρο του Κέντρου και της Δεξιάς και, φυσικά, να αποκλειστούν οι κομμουνιστές και οι άλλες αριστερές δυνάμεις της εποχής.

Στο ζήτημα της κυβέρνησης που θα διαδεχόταν τους χουντικούς η σύσκεψη ενέκρινε αρχικά ένα κεντροδεξιό πολιτικό σχήμα αποτελούμενο από την παλιά ΕΡΕ και την παλιά Ενωση Κέντρου, με πρωθυπουργό τον Π. Κανελλόπουλο και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον Γ. Μαύρο.

Στη συνέχεια, όμως, όταν έγινε ένα διάλειμμα περίπου τριών ωρών (από τις 5.30 ώς τις 8 το απόγευμα) για να σχηματιστεί ο κατάλογος του υπουργικού συμβουλίου, στο παρασκήνιο, οι πέντε στρατιωτικοί κι ένας πολιτικός, ο Ευάγγ. Αβέρωφ (που είχε στενότατες σχέσεις με τον ξένο παράγοντα και την ντόπια ολιγαρχία) αποφάσισαν να καλέσουν τον Κ. Καραμανλή από το Παρίσι και ν’ αναθέσουν σ’ αυτόν τον σχηματισμό κυβέρνησης (Στ. Ψυχάρη: «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 159-163).
Δεν χωράει αμφιβολία πως η λύση Καραμανλή επιβλήθηκε από εκείνους που είχαν τον έλεγχο της εξουσίας στα χέρια τους. Κι αυτοί δεν ήταν οι πολιτικοί αλλά ούτε και οι στρατιωτικοί που έβλεπαν τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια τους. Επίσης, δεν χωράει αμφιβολία πως ο Καραμανλής ήταν ο καταλληλότερος να αναλάβει το τιμόνι της χώρας στο πλαίσιο της ελεγχόμενης μεταβολής.

Ελειπε από την Ελλάδα και την ενεργό πολιτική δράση πάνω από δέκα χρόνια και δεν είχε φθαρεί στους πολιτικούς ανταγωνισμούς που ακολούθησαν μετά την αποχώρησή του, ιδιαίτερα σ’ αυτούς της διετίας 1965-1967. Από άποψη ικανοτήτων, ήταν πολιτική προσωπικότητα μεγάλου βεληνεκούς.

Ο ικανότερος των υπολοίπων για να εγγυηθεί τον έλεγχο των μετέπειτα εξελίξεων και την οικοδόμηση ενός σταθερού και αποτελεσματικού αστικού μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος

Υπήρχε άλλη εναλλακτική;

Η Αριστερά είχε επισημάνει από την αρχή ότι η μεταβολή του ’74 ήταν ελεγχόμενη. Το ΚΚΕ, για παράδειγμα, είχε μιλήσει για «προϊόν μιας συμφωνίας ανάμεσα στη χούντα, τους Αμερικανούς, τους άλλους κυρίους εταίρους του ΝΑΤΟ» και τους πολιτικούς παράγοντες που πρωταγωνίστησαν στην πραγματοποίησή της.

Στο ίδιο περίπου πνεύμα, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει στο BBC, το βράδυ της 23ης Ιουλίου, ότι «η Νέα Νατοϊκή φρουρά εγκατεστάθη στην Ελλάδα. Πηγή της εξουσίας της παραμένουν οι Αμερικανοί, το ΝΑΤΟ και οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, που βαρύνονται σήμερα και με την εθνική προδοσία στο Κυπριακό».

Εντούτοις οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η Αριστερά, σε όλες τις τότε εκφάνσεις της, δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσει την εξουσία στο κρίσιμο διάστημα από το πραξικόπημα στην Κύπρο και μετά, αλλά ούτε και να πρωταγωνιστήσει στις εξελίξεις
επιβάλλοντας βαθύτερες αλλαγές από αυτές που προωθήθηκαν κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης.

Η πρωτοβουλία των κινήσεων ήταν στα χέρια των αντιπάλων της, καθώς το ΚΚΕ ήταν διασπασμένο και αποδυναμωμένο, ενώ η καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και η τρομοκρατία που ακολούθησε διέκοψαν βίαια τις διεργασίες που προηγουμένως συντελούνταν σε επίπεδο μαζικού-λαϊκού κινήματος. Εκεί, δηλαδή, που η Αριστερά, σε όλη την ιστορική διαδρομή της, αντλεί όλη τη δύναμη και τη δυναμική της.

Αντί επιλόγου

Οι πρωταγωνιστές της μεταβολής του ’74 -και κυρίως ο Κ. Καραμανλής που ήταν ο αρχιτέκτονας της μεταπολίτευσης- είχαν κατανοήσει πως η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό δεν μπορούσε να γίνει με μια επιστροφή στην προδικτατορική κατάσταση, δηλαδή σε ένα αυταρχικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, με ενεργό τον Α.Ν. 509/1947, παράνομο το ΚΚΕ και με ισχυρά κέντρα εξουσίας έξω από τη Βουλή και την κυβέρνηση, όπως ήταν ο στρατός και το Παλάτι.

Φρόντισαν, επομένως, να παραμερίσουν όλα αυτά τα κραυγαλέα αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά της μετεμφυλιακής κατάστασης, τα οποία πέραν των άλλων είχαν αποτελέσει και το θερμοκήπιο της χούντας των συνταγματαρχών. Από εκεί και μετά, η μακροζωία της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας βασίστηκε σε πολλούς παράγοντες.

Ο σημαντικότερος ίσως εξ αυτών είναι το πολιτικό σύστημα και το γεγονός ότι εδραιώθηκε στη χώρα ο λεγόμενος δικομματισμός. Η εναλλαγή δηλαδή στην κυβερνητική εξουσία δύο ισχυρών κομμάτων, χωρίς ουσιαστικούς τριγμούς και διαφοροποιήσεις στην εφαρμοζόμενη πολιτική.
Η κρίση εξ αντικειμένου ανέτρεψε τις παλιές σταθερές και δημιούργησε μια νέα πολιτική ρευστότητα - άρα και την ανάγκη μιας νέας μεταπολίτευσης. Ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά της, κανένας δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα σήμερα. Ακριβώς όμως εκεί θα κριθούν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας: στην ικανότητά τους να προβλέψουν, να δημιουργήσουν και να προτείνουν πολιτικές, να πρωταγωνιστήσουν και να διαμορφώσουν τη νέα κατάσταση.
Συντάκτης: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου