Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Το αρματολίκι των Γρεβενών

Το αρματολίκι των Γρεβενών


Υποταγή των Γρεβενών εις τους Τούρκους. Οι Βαλαάδες.

Οι Τούρκοι εμφανίσθηκαν στην Μακεδονία περί το 1331. Αποβιβάσθηκαν στην Θεσσαλονίκη και επεχείρησαν να καταλάβουν την πόλη. Απέτυχαν όμως. Δεύτερη απόπειρα έκαναν το 1343.
Η εμφάνιση των Τούρκων στην Μακεδονία έφερε μεγάλη αναστάτωση. Η Θεσσαλονίκη έπρεπε να αμυνθεί μόνη της, γιατί το Βυζαντινό Κράτος βρίσκονταν σε μεγάλη αδυναμία.
Από την αναστάτωση αυτή βρήκαν την ευκαιρία οι Σέρβοι για να εκπληρώσουν τα σχέδιά τους. Το 1346 ο βασιλιά των Σέρβων, Στέφανος Δουσαν καταλαμβάνει την Μακεδονία, εκτός της Θεσσαλονίκης και στέφεται Αυτοκράτορας των Σέρβων, Ελλήνων, Βουλγάρων και Αλβανών. Εναντίον τους στρέφονται οι Τούρκοι. Τους νικούν το 1352 και γίνονται κύριοι της Μακεδονίας. Επακολουθούν μεγάλοι πόλεμοι και τέλος στην μεγάλη μάχη του Κοσσυφοπεδίου οι Τούρκοι νικούν οριστικά τους Σλάβους και ιδρύουν το «Σουλτανάτο της Μακεδονίας». (Η Θεσσαλονίκη έμεινε ελεύθερη μέχρι το 1430 όταν την κατέλαβαν επί Σουλτάνου Μουράτ του Β’).
Τότε έπεσε εις τα χέρια των Τούρκων και η Δυτική Μακεδονία μαζί με τα Γρεβενά. Ακολούθησε η νέα διοικητική διαίρεση του απέραντου Τουρκικού Κράτους σε τέσσερις σατραπείες. Κάθε σατραπεία είχε και ένα διοικητή (σατράπη) που ήταν ένας Οθωμανός Μπεηλέρμπεης (δηλ. Μπέης των μπέηδων).
Οι σατραπείες ήταν:

α) Της Ρούμελης. Έτσι ονομάσθηκε όλη η Βαλκανική Χερσόνησος.
β) Της Ανατολής, δηλ. Μικράς Ασίας και Ασίας. γ) Της Αιγύπτου. Και δ) Της Βαγδάτης στην παλιά Συρία.
Η σατραπεία της Ρούμελης περιέλαβε όλες τις Ευρωπαϊκές κτήσεις. Ο σατράπης της ονομάζονταν Ρούμελη-Βαλεσή. Δηλαδή Κυβερνήτης (Αντιβασιλεύς) της Ρούμελης. Είχε έδρα τα Βιτώλια (Μοναστήρι). Τα Γρεβενά υπάγονταν τότε στον Ρούμελη Βαλεσή. Περιελάμβανε όλη η επαρχία 70 χωριά μικρά και μεγάλα. Δεύτερη σατραπεία στα Βαλκάνια θέλησε να συστήσει ύστερα από πολλά χρόνια (περί το 1780-1800) ο Αλή-πασάς των Ιωαννίνων, με περιφέρεια την Ήπειρο και με έδρα τα Γιάννενα. Περιέλαβε στο Πασαλίκι του και την επαρχία Γρεβενών. Τα Γρεβενά έμειναν στην δικαιοδοσία του Πασά της Ηπείρου μέχρι του 1881.
Όμως το 1881, έγινε η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Τότε η Τουρκική Κυβέρνηση άλλαξε την διοίκηση της Ρούμελης. Όρισε σαν έδρα του Βαλή, δηλ. του Γενικού Διοικητού της Ρούμελης, τα Βιτώλια και πάλι, αλλά τα Γρεβενά τα έκανε έδρα καημακάμη, δηλαδή έπαρχου, και τα υπήγαγε στον Μουτασερίφη, δηλ. τον νομάρχη, Σερβίων-Κοζάνης. Αυτή η διοίκηση έμεινε μέχρι του 1912.
Οι κάτοικοι των Γρεβενών υπέστησαν διώξεις και μαρτύρια και περιορίσθηκαν στο Βαρόσι. Στην πόλη έμεινε ο καϊμακάμης, ο κατής, ο χότζας, η φρουρά. Και ιεροδιδασκαλείο ίδρυσαν τότε στα Γρεβενά οι Τούρκοι. Τους χριστιανικούς ναούς τους μετέτρεψαν σε τζαμιά.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου και ο ναός του Αγίου Αχιλλείου έγιναν τότε τζαμιά. Μόνο τον ναό του Αγίου Γεωργίου άφησαν στο Βαρόσι. Αυτό πρέπει να έγινε το 1520, όταν ο σκληρός και φανατικός Σουλτάνος Σελίμ ο Α’ διέταξε την δια της βίας μετατροπή των χριστιανικών ναών σε τζαμιά σ’ όλη την Ελλάδα. Τότε ήταν που οι κατακτητές προέβησαν και στον εξισλαμισμό των Χριστιανών. Οι Βαλαάδες τόσο των Γρεβενών όσο και της υπαίθρου ήταν τέτοιοι Χριστιανοί εξισλαμισθέντες.
Η Πίνδος όμως κατά την περίοδο αυτή φαίνεται, ότι λόγω του εδάφούς της και των παρθένων δασών της δεν δοκίμασε τα βασανιστήρια των κατοίκων των πόλεων. Παρέμεινε ελεύθερη. Χρησίμευσε σαν καταφύγιο των αρματολών και των κλεφτών, και το ορμητήριο των ομάδων της αντίστασης. Ακόμη μέχρι σήμερα τραγουδιέται το ωραίο, το τόσο συμβολικό τραγούδι της Λαφίνας. Αναφέρεται εις τα χρόνια της σκλαβιάς. Η Λαφίνα είναι η υποδουλωμένη Ελλάδα. Τραγουδιέται στο τραπέζι.


Ρίχνω το μαντηλάκι μου τριόδιπλο στον ώμο
και παίρνω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Βρίσκω τα λάφια να βοσκούν, κι όλες τις ελαφίνες.
Και μια Λαφίνα ταπεινή, πολύ ταπεινωμένη,
δεν έτρωγε, δεν έπινε, ουδέ δροσολογούταν.
Όλο τ’ απόσκια περπατεί, στο πάγο και στο χιόνι,
κι οπ’ εύρη γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει.
-Γατί, Λαφίνα, ταπεινή, δεν πας κοντά με τ’ άλλα,
κι οπ’ εύρης γάργαρο νερό, θολώνεις και το πίνεις;
-Δώδεκα χρόνια έκανα στείρα, χωρίς ελάφι,
κι από τους δώδεκα κι εμπρός εγέννησα λαφάκι.
Και τώμαθα να κρύβεται στα έλατ’ άποκάτω.
Και τώμαθα να περπατεί στους λόγγους και στα δάση.
Κι έβγήκ’ ο γιος του βασιλιά να λαφοκυνηγήση.
Βρίσκει τ’ αλάφια πώβοσκαν, ρίχνει και το σκοτώνει.
Ανάθεμά σε ντουφεξή, πού ‘φτιανες τα ντουφέκια.
Ανάθεμά σε μολυβξή πού φτιάνεις τα μολύβια.
Υπάρχει βέβαια και η παραλλαγή του:
Κλάψε με, μάννα κλάψε με, την νύχτα με φεγγάρι,
και την αύγούλα με δροσιά, φοντας βαραίν’ ο ήλιος,
πούναι τα λάφια στή βοσκή, και τα πουλιά στις μάννες.
Μά μια Λαφίνα ταπεινή, πολύ ταπεινωμένη,
όλα τ’ απόσκια περπατεί, στο πάγο και στα χιόνια,
πού ναύρη γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει.
Κανένας δεν τη λόγιασε, κανένας δεν την εlδε,
κι ο ήλιος την αγνάντεψε, στέκεται και της λέει:
-Λαφίνα μ’ τ’ είσαι ταπεινή, τόσο ταπεινωμένη; -
-Ήλιε μ’, αφού με ρώτησες, θα σου το μολογήσω.
δώδεκα χρόνους έκανα στείρα, χωρίς μοσχάρι,
και τώρα στα γεράματα μου βρέθηκε λαφάκι.
Το έμαθα να περπατεί, το έμαθα να βόσκει,
το έμαθα να κρύβεται στα έλατ’ άποκάτω.
Κι έλαχε μέρα Κυριακή, πού βγαίνουν στο κυνήγι.
Κι έλαχ’ ο γιος του βασιλιά, ρίχνει και το σκοτώνει.
Ανάθεμα τον ντουφεξή, πού φτιάνει τα ντουφέκια.
Ανάθεμα τον μολυβξή, πού φτιάνει τα μολύβια.
Ο κάμπος όμως έμεινε στους Τούρκους. Όλα αυτά την εποχή του Αλή-πασά, αποτέλεσαν νομό, το Βιλαέτι των Γρεβενών. Ήταν χωριά, πολύ πλούσια.
Μας το λένε τα Κατάστιχα του Αλή: Το έτος 1817 ο Αλή-πασάς θέλησε να παντρέψει τον 17ετή τότε τριτότοκο γιο του, τον Σαλήχ-έφέντη, που τον είχε διορίσει διοικητή της Ναυπάκτου. Κάλεσε λοιπόν τους ραγιάδες να... προικίσουν αυτοί την νύφη. Έστειλε λοιπόν τότε το Βιλαέτι των Γρεβενών 420 κτήνη μικρά και μεγάλα, δηλαδή άλογα, αγελάδες, μουλάρια, βόδια, πρόβατα, γίδια κ.λπ. Και αν έχει κανείς την περιέργεια να μάθει το γενικό άθροισμα, δεν έχει παρά να διαβάσει το «Κατάστιχον». Το έχει δημοσιεύσει ο αείμνηστος καθηγητής Γ. Σωτηριάδης: «1816 Σεπτεμβρίου 20. Το όσα κριάρια έρχονται πεσχεσλίκια (δώρα) εις την χαρά του πολυχρονεμένου Σαλή-πασά-έφέντη μου. Ο Μαχμούτ-αγάς από το Δέλβινο 2076 οκάδες μέλι. Άθροισμα των κριαριών 24.423. Μουλάρια 759, Άτια 31. Άλογα 117. Ο καπετάν-Στουρνάρας 20 κριάρια και ένα λάφη. Ο γραμματικός Νίκος Θέος».
Αρματολοί και Κλέφτες της Πίνδου.
Οι Τούρκοι δεν υπέταξαν με ευκολία την ύπαιθρο της Μακεδονίας. Κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες και διεξήγαγαν σκληρούς αγώνες, ιδίως στην Δυτική Μακεδονία. Αυτο έδινε θάρρος στους κατακτηθέντες και την ελπίδα της αντίστασης. Κατέφυγαν στα όρη της Πίνδου και του Ολύμπου σαν Κλέφτες. (Οι Σέρβοι ως Χαϊντούκοι).
Δεν έφταναν όμως τα δεινοπαθήματα αυτά του Γένους εκ μέρους των Τούρκων. Ήλθαν να τα επιδεινώσουν και οι Αλβανοί πλιατσικολόγοι. Οι Αλβανοί ήταν βέβαια μέχρι τον Σεντέρ-μπέη Χριστιανοί και συμπαθούσαν τους Έλληνες Χριστιανούς. Αλλά μετά τον θάνατό του αλλαξοπίστησαν. Τα 2/ 3 έγιναν Οθωμανοί. Και αυτοί προστίθενται τώρα στους εχθρούς του Γένους, περί το 1500.
Οι Τούρκοι τότε για την ασφάλειά τους και για την τελική υποταγή της Μακεδονίας και της Πίνδου συνέλαβαν το σχέδιο να πολεμήσουν τους Έλληνες, τους Σλάβους και τους Αλβανούς με τους ίδιους τους ομοεθνείς τους. Πρώτος ο Σουλτάνος Σελίμ ο Α’ (1512-1520) διαίρεσε όλη την πεδινή Ελλάδα σε 17 καπετανάτα. Σκοπός τους ήταν η καταπολέμηση των ορεσιβίων κλεφτών και επαναστατών. Έπειτα ο μέγας Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Β’ (1520-1566) διεξήγαγε μακρούς πολέμους, και παρά τις πολεμικές του δάφνες δεν κατόρθωσε να τους υποτάξει τελείως, ιδίως της Δυτικής Μακεδονίας. Αναγκάσθηκε μάλιστα τότε να παραιτηθεί του πολέμου κατά των Ηπειρωτών και Αλβανών, και να παραχωρήσει στους Έλληνες της Πίνδου και του Ολύμπου, το 1525, ένα είδος στρατιωτικής αυτονομίας.
Η αυτονομία αύτη παραχωρήθηκε κατόπιν συμφωνίας. Οι Έλληνες ανέλαβαν την υποχρέωση να υπερασπίζουν τα σύνορα από τις επιδρομές των Αλβανών ληστών, και να μή πειράζουν τους Τούρκους των πόλεων. Εκδόθηκε μάλιστα το 1535 βασιλικό φιρμάνι, με το οποίο η Βέροια, τα Σέρβια, η Ελασσόνα, η Μηλιά (Μετσόβου) και τα Γρεβενά ορίζονταν έδρα καπετανάτων, καθένα από τα οποία είχε και από ένα οπλαρχηγό ή καπετάνιο. Αυτός είχε το δικαίωμα να προσλαμβάνει από την περιφέρειά του μέχρι εκατό οπλισμένους, οι οποίοι ονομάζονταν αρματολοί και παλικάρια.
Με την οργάνωση αυτή τα Γρεβενά υπήχθησαν από το 1600 περίπου στο εξαρχάτο της Ελασσόνας, υπό την περίφημη αρματολική οικογένεια των Ζηδραίων. Η οικογένεια αύτή είχε πάρει με σουλτανικό φιρμάνι την εξαρχία.
Κάθε εξαρχία διαιρούνταν σε αρματολίκια -πρωτάτα -και ο έξαρχος διόριζε σ’ αυτά ανθρώπους της εμπιστοσύνης του ή συγγενείς του σαν πρώτους - αρματολούς. Τα χωριά και οι πόλεις - ιδίως οι Χριστιανοί - προσέφεραν σαν χαράτσι - φόρο τα έξοδα της συντήρησή τους. Ο έξαρχος ακόμη είχε από τον Πατριάρχη ή από τον κατά τόπο Μητροπολίτη την γενική εποπτεία των μοναστηριών και του Κλήρου. Και αυτά συνεισέφεραν εις τους κοινούς σκοπούς των πρωτάτων και της εξαρχίας.
Την οργάνωση αυτή της Πίνδου διέλυσε ο Αλή-πασάς, ο οποίος κατέλυσε τις αρχές και επεξέτεινε τα όρια του πασαληκίου του και πέραν της Πίνδου, σ’ όλο το βιλαέτι Γρεβενών, περί το 1800. Ως σύνορο του πασαληκίου του έβαλε τον Αλιάκμονα.
Αυτό όμως δεν το δέχθηκαν οι κλεφταρματολοί.
Υπάρχει η πληροφορία ότι στα Γρεβενά τότε αντετάχθησαν περί τους 15 χιλιάδες κλέφτες και αρματολοί, ο καπετάν Τότσκας, οι Ζιακαίοι, οι Σκυλλοδημαίοι, οι Μακραίοι, οι τρεις Κουτσομαναίοι, οι πέντε Μπλαχαβαίοι, οι Μπουκουβαλαίοι, τα Τσατοπουλα Δημήτρης και Γιωργάκης, ο Καταραχιας, ο καπετάν Γώγος, ο Σωτήρης από τα Άγραφα, ο Γιωργάκης, ο τρομερός, ο Μαμαλιγκίδης, ο μοναχός Δημήτριος της Σαμαρίνας, ο Γιάννης του Παπά, οι Χαταίοι Μήτσος και Κρίζος, ο Γούσιος Ταρέκος από την Αβδέλα, ο Μίσιος από το Περιβόλι και πολλοί άλλοι.
Μέχρι την απελευθέρωση το 1912 έχουμε και άλλα ονόματα ένδοξων καπεταναίων-ηρώων της Πίστης και της Πατρίδας στην Πίνδο, όπως του Θόδωρου Ζιάκα, του καπετάν Στέργιου Κανόν-Αλί, του Γιώργη Σαμανίκου, του Λούκα από το Σπήλαιον, του Διαμαντή Μάνου και άλλων.
Παρ’ όλα αυτά όμως πολλά ήταν τα δεινοπαθήματα των υπόδουλων. Το παρακάτω τραγούδι, πού τραγουδιέται στο τραπέζι (μοαμπέτι), μαρτυρεί τα δεινοπαθήματα αυτά.
Ερχόμαστ άπ’ Ανατολή με μια γοργή γαλιοτα.
Πέντε πασάδες είχαμε, κι όμορφα τραγουδούσαν.
Κι είχαμε σκλάβους άμοιρους στα σίδερα δεμένους,
στα σίδερα, στις άλυσες και στις χονδρές καντένες.
Κι ο σκλάβος άναστέναξεν απ’ της καρδιάς τα φύλλα.
Δίνει τον αναστεναγμό και σειέται η γαλιότα.
Δίνει και άλλον ένανε και στέκει, δεν κινάει.
Κι ο Μπέης το κατάλαβε κι έφώναξ’ άπ τη πρύμνη.
- Αν ειν’ από τους ναύτες μου, ανάθεμά τους όλους.
Κι αν ειν’ από τους σκλάβους μου; να τους ελευθερώσω.
-Σκλάβε, πεινάς, σκλάβε, διψάς, σκλάβε μου, ρούχα θέλεις;
-Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτε τα ρούχα θέλω.
Θυμήθηκα τη μάννα μου, τη δόλια μου γυναίκα,
πού ‘μουν δυο ήμερών γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος.
-Τραγούδησέ μας, σκλάβε μου, και θα σ’ ελευθερώσω.
-Πόσες φορές τραγούδησα, κι έλευτεριά δεν είδα;
Μα αν είναι για τη λευτεριά, θα ματατραγουδήσω.
Φέρτε μου το λαούτο μου με τ’ ασημένια τέλια,
να τραγουδήσω και να πω για της σκλαβιάς τα πάθη.
Δώδεκα χρόνους έκανα στης Μπαρμπαριάς την άμμο,
κι εννιά καρυές έφύτεψα στης φυλακής την πόρτα,
κι απ τις εννιά καρπώφαγα, και λευτεριά δεν είδα.
Αν έχεις μάννα και παιδιά, πασά, λευτέρωσέ με.....
Οι αρματολοί Ζήδρος, Ντελή-Δήμος, Τότσκας
Πρώτος αρματολός δερβέναγας της Πίνδου και των Γρεβενών μέχρι τον Όλυμπο χρημάτισε ο Ζήδρος ή Ζήτρος ή Ζήντρος. Tο όνομα του είναι Παναγιώτης. Ήκμασε γύρω στο 1630-1750. Έζησε περί τα 120 χρόνια, και διορίσθηκε με φιρμάνι Έξαρχος Θεσσαλίας και Δυτικής Μακεδονίας. Έδρα του είχε το Βλαχολείβαδο της Ελασσόνας. Η οικογένειά του είχε άλλοτε πολεμήσει τους Τούρκους τιμαριούχους της Μέσης Μακεδονίας, και είχε γίνει πανίσχυρος και επικίνδυνος στους Τούρκους. Γι’ αυτό ο μέγας Βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλή έδωσε στην οικογένεια αυτή των «Μπρουτζόβλαχων», όπως την έλεγαν, το εξαρχάτο της Πίνδου περί το 1660, για να απαλλαγή από τις παρενοχλήσεις. Και τούτο επειδή η Τουρκία είχε περιπλεχθεί τότε σε πόλεμο με την Αυστρία και την Ενετία, ο δε Αχμέτ αυτοπροσώπως είχε εκστρατεύσει και πολιορκήσει το Ηράκλειο της Κρήτης, κατεχόμενο από τους Ενετούς.
Από την οικογένεια αυτή ο δραστηριότερος και διασημότερος αρματολός είναι ο Πάνος Ζήδρος. Από την Ελασσόνα διοικούσε το «εξαρχάτο» του. Στο αρματολίκι δε Γρεβενών (πρωτάτο ή καπετανάτο) είχε διορίσει τον Τότσκα, το πρωτοπαλίκαρο του.
Ο Ζήδρος έγινε δημοτικότατος και πανίσχυρος. Έζησε περί τα 130 χρόνια. Μετά τον θάνατό του το αρματολίκι του υπήχθη στον γαμπρό του, τον Πάνο Τσάρα και κατόπιν στον γιο του, τον περίφημο Νίκο Τσάρα. Αλλά τότε το αρματολίκι του γέρο-Ζήδρου περιορίσθηκε στην Ελασσόνα. Γιατί ή επαρχία Γρεβενών χωρίσθηκε, η δε εξαρχία των Ζηδραίων καταργήθηκε.
Πρώτος Καπετάνιος Γρεβενών έγινε ο πρώτος του γέρο-Ζήδρου Τότσκας Από τη Τίστα (Ζιάκας) Γρεβενών. Άλλη παράδοση λέγει, ότι έγινε τότε καπετάνιος και ο Ντελή Δήμος, δερβέναγας της Πίνδου, ο μεν Δήμος στο Μέτσοβο, ο δε Τότσκας στην Σαμαρίνα. Στα Γρεβενά, υπήρχε μέχρι πρόσφατα ο Κουλές του γέρο-Ζήδρου.
Ο Φώτης ο γιος του Ζήδρου έγινε κατόπιν καπετάνιος στην Ελασσόνα, όπως αναφέρει άλλο δημοτικό τραγούδι του 1800, λεγόμενος Φώτος Ζηδρούλης.
Μετά τον γέρο-Ζήδρο οι πληροφορίες φέρουν σαν αρματολό στα Γρεβενά τα δύο πρωτοπαλίκαρα-του, τον Ντελή-Δήμο και τον Τότσκα.
Αυτοί οι δύο αρματολοί ήκμασαν περί το έτος 1730-1780.
Ήταν δερβεναγάδες της Πίνδου. πρωτοπαλίκαρο-τους ήταν ο Ζιάκας από το χωριό Τίστα Γρεβενών.
Ο Ντελή-Δήμος όμως γρήγορα εξέλιπε και την θέση του στο αρματολίκι την πήρε ο Ζιάκας. Αυτό έγινε περί τα έτη 1760-1780. Τότε ο Κούρτ-πασάς του Βερατίου της Αλβανίας ονομάσθηκε Από την Πύλη «ντερβέν ναζίρ», δηλαδή γενικός επόπτης ή επιθεωρητής των διαβάσεων της Πίνδου, και σαν τέτοιος άρχισε να καταδιώκει με τους Αρβανίτες του τους Έλληνες κλεφταρματολούς, οι οποίοι είχαν καταντήσει επικίνδυνοι για τους Οθωμανούς. Οι Έλληνες διεκδίκησαν φυσικά τα δικαιώματά τους στις διαβάσεις και σε μια σύγκρουση πέθανε ο Ντελή-Δήμος. Σε ένα δημοτικό τραγούδι όμως λέγεται ότι ο Δήμος συνελήφθη αιχμάλωτος και πέθανε στα Γιάννενα.
Συγχρόνως και παρόλο που αρκετά ντερβένια περιέρχονται στους Τουρκαλβανούς, πυκνώνονται και οι τάξεις των κλεφταρματολών στην Πίνδο. Ο Γιώτης, ο γερο-Μπουκουβάλας με τα τρία του παιδιά Στέργιο, Γιάννη καί Κώστα, ο Χρήστος Μηλιώνης, ο Τότσκας, ο γέρο-Ζιάκας, ο Γώγος, ο Γιάννης του Παπά, ο Μάνταλος, ο Μπαρδέκης, ο γέρο-Βλαχάβας και τόσοι άλλοι αναδεικνύονται υπερασπιστές των διαβάσεων της Πίνδου.
Για την δράση του Τότσκα σαν αρματολού της Πίνδου δεν έχουμε πολλές πληροφορίες.
Ήκμασε περί το 1750. Ήταν πρώτος του γέρο-Ζήδρου. Κατάγονταν Από την Τίστα ή Ντίστα Γρεβενών. πρωτοπαλίκαρο-του ήταν ο Νάκας. Ο Χριστόφορος Περραιβός λέει για τον γέρο-Τότσκα. « Ο καπετάν Τότσκας δεν καταδάμασε τους εχθρούς εις τα Γρεβενά με τρομερούς πολέμους;»
Γιάννης Πρίφτης
Σύγχρονος αρματολός του Τότσκα στην Πίνδο είναι ο Γιάννης Πρίφτης ή του Παπά, καταγόμενος από την Σαμαρίνα. Έδρασε περί τα έτη 1750-1800. Πολέμησε τους Τουρκαλβανούς του Κουρτ Πασά. Διεκδικούσε τα ντερβένια της Σαμαρίνας. Συνέπραξε με τον Γιάννη Μπουκουβάλα κατά των Τουρκαλβανών οι οποίοι ξεχύνονταν στην Θεσσαλία και την υπόλοιπη Ελλάδα από τα στενά της Σαμαρίνας από τα οποία περνά η μόνη φυσική οδός προς τα εκεί.
Διάδοχος του Γιάννη Παπά στο αρματολίκι της Σαμαρίνας έγινε το πρωτοπαλίκαρο του Μίχος. Κατήγετο και αυτός από την Σαμαρίνα και δολοφονήθηκε από τον συντοπίτη του Ιτρίτζη.
Ο ΘΥΜΙΟΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ, Ο Αλή ΠΑΣΑΣ και Ο ΓΕΡΟ-ΖΙΑΚΑΣ
Κατά τους χρόνους του γερο-Ζιάκα και του Κούρτ-πασά του Βερατίου άρχισε να φαίνεται στο προσκήνιο της νεότερης ιστορίας της Ηπείρου - Μακεδονίας ο αιμοβόρος Αλής. Γεννήθηκε στο Τεπελένι της Βορείου Ηπείρου το έτος 1744 και ήταν γιος του Βελή καί της Χάμκως. Έφηβος ακόμα ο Αλής έγινε αρχηγός ληστρικής συμμορίας από Αλβανούς και καταδυνάστευσε την Ήπειρο, την Αλβανία, την Μακεδονία και την Θεσσαλία, ερχόμενος σε σύγκρουση με τους Έλληνες αρματολούς και κλέφτες. Σε μία σύγκρουση με τον Κούρτ-πασά του Βερατίου νικήθηκε, και συμμορία του διεσκορπίσθηκε και ο Αλής συνελήφθηκε αιχμάλωτος.
Στο σαράι του Κούρτ-πασά, όπου διέμενε ο Αλής, ερωτεύθηκε την θυγατέρα του Κούρτ (ήταν άραγε κι αυτό στο σχέδιό του;). Έλαβε όμως σαν σύζυγο την Εμινέ, θυγατέρα του πασά του Δελβίνου Καπλάν, και κατόπιν την όμορφη Ελληνίδα Βασιλική Κ. Κονταξή, αφού σκότωσε την Εμινέ. Εξυπηρετήσας δε ποικιλοτρόπως την Υψηλή Πύλη διορίσθηκε το έτος 1785 βοηθός επόπτης των διαβάσεων της Ρούμελης, και σαν τέτοιος ήλθε σε συνεννόηση με τους αρματολούς Θεσσαλίας καί Γρεβενών.
Το 1786 διορίσθηκε πασάς της Θεσσαλίας και το 1788 και πασάς Ιωαννίνων, αφού ένωσε διοικητικά την Ήπειρο και την Θεσσαλία. Αργότερα την Θεσσαλία την έδωσε στον γιο του Μουχτάρ-πασά. Tο 1789 διορίσθηκε γενικός επιθεωρητής (ναζίρ ντερβέν αγάς) των οδών και διαβάσεων της Ρούμελης, προσήρτησε δε στην σατραπεία του την Δυτική Μακεδονία ως τον Αλιάκμονα.
Το καπετανάτο της Πίνδου τότε με τις επαρχίες των Γρεβενών, Βεντζίων, Ανασελίτσης (Άνω Σελίτσης) και Κονίτσης υπήχθη υπό τις διαταγές του Αλή Τεπελενλή, πασά των Ιωαννίνων, και ναζίρ των διαβάσεων.
Τα πράγματα τότε πήραν άλλη τροπή. Οι αρματολοί και κλέφτες της Πίνδου, της Θεσσαλίας, του Ολύμπου, του Πηλίου άρχισαν να συνεργάζονται. Εξαιρετική θέση μεταξύ αυτών κατέλαβε τότε ο αρματολός παπά-Θύμιος. Δηλαδή ο ιερέας Ευθύμιος Βλαχάβας ή Μπλαχάβας, ο γιος του ανδρείου και αδάμαστου οπλαρχηγού Χασίων γέρο - Μπλαχάβα. Δεν άργησε όμως ο Αλί-πασάς να τον εξοντώσει και ο παπα -Θύμιος συνελήφθη και μαρτύρησε στα Γιάννενα το έτος 1810.
Με τον Θύμιο Βλαχάβα συνέπραξαν τότε και oι αρματολοί των Γρεβενών. Στην πρώτη εξέγερση της Θεσσαλίας και της Πίνδου υπό τον Βλαχάβα έλαβε μέρος και ο γέρο - Ζιάκας. Η εξέγερση όμως εκείνη απέτυχε, ο δε Βλαχάβας κατέφυγε στην νήσο Σκόπελο, όπου οργάνωσε πειρατικό στολίσκο. Ο γέρο-Ζιάκας τότε απεσύρθη στο αρματολίκι του. Στην δεύτερη εξέγερση του Βλαχάβα το έτος 1808 πάλι πήρε μέρος και ο γέρο -Ζιάκας. Στη συνέχεια όμως αποσύρθηκε, γιατί το κίνημα εκείνο προδόθηκε στον Αλί. Σε μια μάχη στο Καστράκι των Μετεώρων το 1809 ο γιος-του Αλή Μουχτάρ - πασάς της Θεσσαλίας νίκησε τους Έλληνας, και ο Βλαχάβας κατέφυγε πάλι στην Σκόπελο. Από εκεί και μετά από πολλές περιπέτειας παραδόθηκε στον αρχιναύαρχον του Τουρκικού στόλου, ο οποίος αθέτησε τις υποσχέσεις του περί αμνηστίας και τον παρέδωσε στον Αλή των Ιωαννίνων. Εκεί το έτος 1810 βρήκε μαρτυρικό θάνατο.
Όπως μας λέγει το κάτωθι δημοτικό τραγούδι:
Αηδόνια μου περήφανα, πεύκα καμαρωμένα, φέτος να μή λαλήσετε, φέτος να μαραθείτε.
Tοv παπά-Θύμιο πιάσανε, τον καπετάν Βλαχάβα. Στη μέση ο Μουχτάρ-πασάς, πίσω Τσοχανταραίοι, κι ' Από κοντά οι Μπέηδες κι οι Τουρκοπουλημένοι.
Κι ο Αλί-πασάς σαν το 'μαθε δεν πίστευε το θάμα.
Αυτός του τον προβόδισε, αυτός του τον μιλάει.
-Παπά, βρε κερατόπαπα, που χάλασες τον τόπο,
δεν σάρεσ' ο Αλί-πασάς, δεν σ' άρεσ' ο Σουλτάνος,
καί μπαϊράκι σήκωσες να γένης βασιλέας;
-Μή βλαστημάς, Αλί-πασά, μή βλαστημάς, Βεζίρη.
Σώφτεξα, σε πολέμησα, και σου 'πεσα στα χέρια.
-Γίνεσαι Τούρκος, ρε παπά, κι' ούλα στα συμπαθάω!
-Ρωμιός εγώ γεννήθηκα, Ρωμιός θε να ποθάνω.
Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Βλαχάβα, ο γέρο - Ζιάκας λόγω γήρατος παραιτείται περί το 1810.
Από τους σημαντικότερους αρματολούς της Πίνδου ήταν ο Ευθύμιος Βλαχάβας ή Μπλαχάβας. στην εικόνα ο μαρτυρικός θάνατος του Βλαχάβα το 1810 (Αθήνα, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη).
Ο νεομάρτυς Δημήτριος από την Σαμαρίνα.
Έζησε στα χρόνια του Αλή-πασά των Ιωαννίνων. Διετέλεσε μοναχός στο Μοναστήρι της Σαμαρίνας. Νέος, γεμάτος εθνικό παλμό και πίστη ακολούθησε τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα στο επαναστατικό κίνημα της Θεσσαλίας το 1800. Το έτος αυτό συγκάλεσε ο Βλαχάβας συνάντησε των αρματολών της Πίνδου και της Θεσσαλίας για την οργάνωση κατά του Αλή Πασά στο οποίο μετείχε και ο Δημήτριος. Αλλά η συνάντηση προδόθηκε στον Αλή και ο Δημήτριος συνελήφθηκε στο Μοναστήρι και οδηγήθηκε στα Ιωάννινα όπου πέθανε με μαρτυρικό θάνατο μαζί με τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα.
Για τον θάνατο του Δημητρίου γράφει και ο Πουκεβίλ που ήταν τότε πρόξενος Γαλλίας στην αυλή του Αλή Πασά. Ήταν ο κυριότερος μάρτυρας. «Η παρά φύση επί δεκαήμερο καρτερία του, γράφει, στα σκληρότατα βασανιστήρια κατέπληξε όλη την Ήπειρο και αμέσως ο Δημήτριος δοξάστηκε σαν άγιος. Ένας τούρκος από την Καστοριά που παρευρίσκονταν στο μαρτύριο, ζήτησε το βάπτισμα και αμέσως υπέστη και αυτός μαρτυρικό θάνατο. Έγινε λόγος για θαύματα που συνέβησαν μόνο με την επίκληση του ονόματος του μάρτυρα Δημητρίου. Ένα δε είναι σίγουρο ότι το αίμα του εκόρεσε την λύσσα του σατράπη αυτού και ο Δημήτριος έγινε το εξιλαστήριο θύμα της Θεσσαλίας, όπου τα βάσανα και διωγμοί τώρα έπαψαν». Ο Δημήτριος τιμάται σήμερα σ’ όλη την Ήπειρο σαν άγιος και νεομάρτυρας.
Ο ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ ΖΙΑΚΑΣ
«Ευρισκόμενος ο παππούς μου, λέγει ο Γούλας Ι. Ζιάκας, σε ακατάπαυστο διαμάχη μετά του Αλί-πασά, ότε μεν επανερχόμενος εις το βιλαέτι, ότε δε καταδιωκόμενος, οι πληγές και αι προσπάθειες του πολέμου, αφού τον εγήρασαν, τον ανάγκασαν να φέρει εις την διοίκηση του καπετανάτου τον δεκαεξαετή τότε πατέρα μου Γιαννούλα Ζιάκα».
O Ιωάννης Ζιάκας ήταν πρωτότοκος γιος του γέρο–Ζιάκα. Γεννήθηκε γύρω στο έτος 1795. Λίγο νεότερος αυτού ήταν ο αυτάδελφός του Θεόδωρος Ζιάκας. τα Ζιακόπουλα αυτά προσέφεραν πολλές υπηρεσίες στο αγωνιζόμενο Έθνος για την ελευθερία του. Γι΄ αυτό μετέπειτα η Ελληνική Κυβέρνηση ονόμασε τον μεν Ιωάννη Ζιάκα συνταγματάρχη - χιλίαρχο, τον δε αδελφό του Θεόδωρο ταγματάρχη. Τα χρόνια των διωγμών λημέρι είχαν την Βάλια-κάρδα.
Ο Γιαννούλας Ζιάκας ήταν μορφωμένος. Γνώριζε και μιλούσε καλά Ιταλικά.
Η διοικητική του ικανότητα αναγνωρίσθηκε αμέσως από τους στρατιώτες, και ο Γιαννούλας ανέλαβε το καπετανάτο Γρεβενών. Από τους Τούρκους αναγνωρίσθηκε και δερβέναγας της Πίνδου (1810). Στις σχέσεις του με τον Αλί-πασά είχε δείξει πνεύμα συνδιαλλαγής οπότε είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Αν είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρία δεν είναι γνωστό. Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν ξένος με την εθνική αυτή υπόθεση. Εργάσθηκε όμως μεμονωμένα για την εξέγερση της Δυτικής Μακεδονίας. Γι΄ αυτό προδόθηκε και μόλις κατόρθωσε να διαφύγει την δίωξη του Μπεχλιβάν – πασά.
Η Φιλική Εταιρία τότε δεν δίστασε, για να πετύχει μία γενική εξέγερση κατά της Υψ. Πύλης, να προσεταιρισθεί και αυτόν τον Αλή- πασά των Ιωαννίνων και να του προτείνει την ηγεσία. Όλοι οι περί αυτόν Έλληνες είχαν μυηθεί, οι δε έμπιστοί του Αλέξιος Νούντσιος και Οδυσ. Ανδρούτσος ανέλαβαν να του προτείνουν να γίνει Χριστιανός, για να τον εγκολπωθεί θερμότερα το Ελληνικό στοιχείο. Προς τούτο είχε έλθει σε συνεννόηση ο Αλής και με τον Ιωαν. Καποδίστρια. Εν τέλει όμως δεν εδέχθη. Από εδώ εξηγείται και η εμπιστοσύνη του Αλή προς τον Γιαννούλα Ζιάκα. Ο Αλής πρόδωσε την ύπαρξη επαναστατικής Εταιρίας στον Σουλτάνο, αλλά δεν έγινε πιστευτός. Μετά από αυτό ο Αλής περιέπεσε σε δυσμένεια. Και ο Σουλτάνος διέταξε τον Χουρσίτ-πασά νά έλθει εναντίον του κατά το έτος 1821 και πριν ακόμη εκραγεί η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση.
Ο Μπεχλιβάν Χασάν-πασάς τότε ανέλαβε να τιμωρήσει τους μυημένους στο κίνημα της Φιλικής Εταιρίας. Στην επαρχία Γρεβενών έγιναν τότε πολλές καταστροφές. Ιδίως καταδιώχθηκε η μεγάλη οικογένεια των Ζιακαίων και στα Γρεβενά και στη Ανασελίτσα, και πολλά μέλη της βρήκαν τον θάνατον.
Μόλις διεσώθη ο Γιαννούλας και ο Θόδωρος Ζιάκας, οι οποίοι αναγκάσθηκαν να στραφούν φιλικά προς τον Χουρσίτ-πασά. Καί τον βοήθησαν στον αγώνα-του κατά του Αλί-πασά. Έτσι πήραν πάλι το καπετανάτο των Γρεβενών. Επεδίωξαν μάλιστα τότε να λάβουν και τα αρματολίκια του Μετσόβου και των Ζαγοροχωρίων, εκμεταλλευόμενοι τον θάνατο του Αλί-πασά που έγινε την 17 Ιανουαρίου 1822.
Ιδίως ο Γιαννούλας Ζιάκας.
Γιατί αυτός, ενώ κράτησε για τον εαυτό του τις επαρχίες Γρεβενών καί Βεντζίων και έδωσε στους συγγενείς του, ίσως στον αδελφό του Θεόδωρο Ζιάκα, τις επαρχίες Κονίτσης και Ανασελίτσης, διεκδικεί επί πλέον για τον εαυτό του τις επαρχίες Μετσόβου και Ζαγορίου.
Ένα δημοτικό τραγούδι λέγει:
Με γέλασεν ή χαραυγή, της νύχτας το φεγγάρι,
κι ' βγήκα νύχτα στο βουνό, ψηλά στα κορφοβούνια. Κι ' ακούω τον άνεμο νά ηχεί, τα πεύκα νά βουίζουν. -'Εσείς βουνά του Γρεβενού καί πεύκα του Μετσόβου,
τ' έχετε καί μαλώνετε τ' έχετε καί βογκάτε; Μήνα τα χιόνια σας βαρούν, μήνα τα κρυονέρια; -Μηδέ τα χιόνια μας βαρούν, μηδέ τα κρυονέρια,
μόν' βγήκαν κλέφτες στο κλαρί, κι ' ο καπετάν-Γιαννούλας, καί μας επήραν τα παιδιά, καί μας τα κάναν σκλάβους. Χαλεύουνε την αγορά πέντε χιλιάδες γρόσια.
Και θέλουνε το Μέτσοβο, θέλουνε το Zαγόρι καί Θέλουνε στο Γρεβενό νά μένη καπετάνιος.
- Τρεις μέρες μόν’ σας καρτερώ, καί τρία μερονύχτια, καί Θέλω τον μουρασαλέ νά γένω καπετάνιος,
νά περπατώ στο Μέτσοβο, νά πάγω στο Zαγόρι, Ζαγόρι πού 'ναι ακουστό, στη Πόλη ακουσμένο. Βάνω φωτιά μέσ' στα χωριά, καίω τα μοναστήρια. τα βιλαέτια τάκουσαν καί άχαμνά τους ήρθε. Τρέχανε μεσ' στα Γιάννινα, πηγαίνουν στο Βεζίρη.
-Τ' είν' το κακό που πάθαμε απ' τον καπτάν-Γιαννούλα, που μας επήρε τα παιδιά, καί έκανέ τα σκλάβους;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΣΙΟΣ
Την εποχή αυτή είχε φανεί στην Πίνδο σαν αρματολός και ο Γεώργιος Μίσιος ή Μίσος καί ο Θεόδωρος Μίσιος καταγόμενοι από το Περιβόλι-Γρεβενών. Σε μικρή ηλικία ο Γιώργος Μίσιος έμεινε ορφανός. Έφυγε τότε στη Σμύρνη, όπου σχημάτισε κάποια περιουσία. Γύρισε στο Περιβόλι και αγόρασε το τσιφλίκι της Λαβανίτσας, που το είχε σαν κρυψώνα των κλεφταρματολών της Πίνδου, όπου έκρυβαν και τα πυρομαχικά τους. Κάποτε απεκλείσθηκε Από τους Τουρκαλβανούς στο Περιβόλι και πολέμησε γενναία. Με προδοσία όμως, όπως λέγεται, του αγροφύλακα της Λαβανίτσας συνελήφθη καί οδηγήθηκε στα Γιάννενα, όπου μαζί με Τρεις ανεψιούς του δηλητηριάστηκε.
Το κάτωθι δημοτικό τραγούδι τραγουδιέται ακόμη εις το Περιβόλι καί λέγει:
Βασιλικός μου μύρισε. Για ίδέστε ποιος περνάει;
`Ο Γιώργης Μίσιος πέρασε καί στον πασά πηγαίνει. Πηγαίνει στον 'Αλί - πασά. Πάει νά προσκυνήσει. -Καλή μέρα σου, 'Αλί - πασά, καί αν κι ' ή αφεντιά σου. -Καλώς το Γιώργη πούρχεται, καλώς το Γιώργη - Μίσιο.
Τον Ψυχογιό του φώναξε καί τόνε διατάζει.
-Φτιάσε του Γιώργου ένα καφέ, κι ' άναψε το τσιμπούκι. Και τον Τζελάτη φώναξε, κρυφά του κουβεντιάζει. -Τζελάτη, τρόχα το σπαθί, καί πάρτου το κεφάλι.
Κι ' ο Γιώργης το κατάλαβε, φίλος καλός του το 'πε, κάποιος ριτζιάρης του πασά καί πρώτος του Βεζίρη, καί στο νταβάνι ρίχτηκε, στην αγορά περνάει,
κι ' από που κι ' αν έπέρασε ένα τραγούδι λέει. -Χέζω τα γένια του πασά, καί του Βεζύρ' αντάμα. Κι' 'Αλί - πασάς σαν τάκουσε βαρειά του κακοφάνη, Tοv μουλιαζήμη φώναξε, του μουλιαζήμη λέει:
-'Ακούστε, σεις 'Αρβανιτοί, καί σείς οι 'Αρβανίτες,
`Ο 'Αλί - πασάς είναι κακός κι ' όλους Θα σας χαλάσει.
Όταν κατά τον Μάρτιο του 1821 εξερράγη στην κυρίως Ελλάδα η Επανάσταση, τα Γρεβενά χρησίμευσαν σαν προπύργιο των ηρωικών μαχητών της Στερεάς και της Πελοποννήσου. Γιατί με τους Ζιακαίους, διαρκώς ευρισκόμενους στις διαβάσεις της Πίνδου, τα Γρεβενά ήταν εμπόδιο στις κινήσεις των μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων κατά της επαναστατημένης Ελλάδος.
Τις υπηρεσίες αυτές του Γιαννούλα Ζιάκα εκτίμησαν οι Μεσολογγίτες τον κάλεσαν για να λάβει μέρος στην υπεράσπιση της Θρυλική πόλης.
Ο Γιαννούλας δέχθηκε και κατέβηκε στο Μεσολόγγι με επίλεκτο σώμα, που έθεσε στις διαταγές του Απόστολου Κυρίμη. Δεν έμεινε εκεί πολύ χρόνο, γιατί οι περιστάσεις τον θέλουν στα Γρεβενά.
Η Κυβέρνηση Κουντουριώτη τον καλεί καί πάλι, το 1825, στο Μεσολόγγι.
Για να τον προσελκύσει μάλιστα του απένειμε δίπλωμα χιλιαρχίας. Τον ονόμασε δηλαδή συνταγματάρχη. Αλλά ο Γιαννούλας δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει τα Γρεβενά. Ίσως γιατί πέτυχε εν τω μεταξύ να πάρει τα αρματολίκια Μετσόβου καί Ζαγορίου. Ίσως γιατί έκρινε ότι είναι καλύτερα να παραμείνει εκεί. Έδωσε όμως στον αγώνα του Μεσολογγίου τέσσερα εξαδέλφια του, που έπεσαν στην ηρωική έξοδο. Όπως αναφέρει ο Γούλας Ζιάκας.
Στα Γρεβενά ο Γιαννούλας δεν έπαυσε να συνεννοείται με το αγωνιζόμενο Έθνος. Στο τέλος όμως έπεσε θύμα προδοσίας. Η προδοσία έγινε Από τα πρωτοπαλίκαρα του, ιδίως τους Μακραίους, τους οποίους είχε αποστείλει ο Γιαννούλας στην Ελλάδα προς συνεννόηση. Αυτοί όμως συνωμότησαν με τον Κιουταχή εναντίον του.
Ο Μεχμέτ Ρεσίτ-πασάς, ο επονομαζόμενος από την γενέτειρά του Κιουταχής, είχε διορισθεί από το έτος 1825 σερασκέρης, δηλ. στρατάρχης, της Ρούμελης. Αυτός πολιόρκησε και εκπόρθησε το Μεσολόγγι την 10η Απριλίου 1825. Κατόπιν εκπόρθησε την Ακρόπολη Αθηνών την 24η Μαίου 1827 και είχε αποσυρθεί στην Λαμία.
Το έτος 1826 είχε διατάξει τον γιο του Ιμήν-πασά των Ιωαννίνων να εξοντώσει τους κλέφτες της Πίνδου. οι Ζιακαίοι που έμεναν στα Γρεβενά οργάνωσαν το λημέρι τους στην Βάλια-Κάλντα και οχύρωσαν το Σπήλαιο.
Ο Γιαννούλας Ζιάκας δολοφονήθηκε μετά από προδοσία και αφού περικυκλώθηκε στο σπίτι του στο Μαυρονόρος όπου συνελήφθη. Ο Θ. Ζιάκας κατόρθωσε να δραπετεύσει από διπλανό σπίτι όπου βρίσκονταν εκείνο το βράδυ. Το κεφάλι του Γιαννούλα οι συνωμότες το έφεραν στον Κιουταχή της Λαμίας που το εξέθεσε επί τριήμερο στην αγορά της πόλης.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ
Ο Γιαννούλας Ζιάκας (1827) άφησε τρία παιδιά, τον Νικόλαο ή Νικολάκη, τον Θεόδωρο καί τον Γεώργιο-Γεωργούλα-Γούλα.
Προστάτη αυτών άφησε τον αδελφό του Θεόδωρο Ζιάκα.
Για όλα αυτά γράφει με λεπτομέρεια ο Γούλας Ι. Ζιάκας το 1865. (Καί τα τέσσαρα αυτά πρόσωπα ζούσαν στην Λαμία από το έτος 1835).
« Αναλαβών ο Θεόδωρος Ζιάκας το καπετανάτο Γρεβενών, πρώτον του καθήκον θεώρησε την σκληρή τιμωρία των συνωμοτών. Ένεκα των εκτάκτων αυτού στρατιωτικών αρετών, λέγει ο Γούλας, ο Θεόδωρος Ζιάκας κατάσφαξε τους δολοφόνους του πατρός μου, πυρπόλησε, ερήμωσε, δια του πυρός και της σφαγής, 10 χωρία, συνωμοτικά κατά του πατρός μου υπάρξαντα, ελεηλάτησεν, καθάρισε την επαρχία από τους οικογενειακούς εχθρούς, και ανεδείχθη δια της λόγχης ο τρομοκράτωρ κατά των Τούρκων». Αυτά έγιναν κατά το 1828.
Κατέφυγε στα κρησφύγετα της Πίνδου. Η Βάλια-κάλντα γίνεται πλέον το κέντρο της δράσης του. Δεύτερη επιδρομή επεχείρησε το έτος 1831 κατά των Γρεβενών.
Ο Π. Αραβαντινός γράφει: « Ο Ζιάκας, φονευθέντος του Γιαννούλα, κατέστη η μάστιξ των εν Γρεβενοίς Οθωμανών. Κατά τον Απρίλιο του 1831 μετά 1000 οπαδών καί δια μέσης ημέρας εισήλασεν εις την πολίχνη των Γρεβενών καί λαφυραγώγησε Τούρκους και Χριστιανούς ανεξαιρέτως, πυρπολήσας τα 2/ 3 των οικιών και διέμενε καταπιεστής καί καταστροφεύς της επαρχίας Γρεβενών και των γειτνιαζόντων χωρίων του Ζαγορίου μέχρι του 1835, τότε εισήλθε εις την Ελλάδα ασφαλής».
Όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα δεν παρέλειψε να απαθανατίσει ή λαϊκή μούσα στο στόμα του λαού. Να ένα δημοτικό τραγούδι, πού τραγουδιέται ακόμη στα Γρεβενά:
'Εσείς πουλιά πετούμενα, πού πάτε στον αέρα, μην είδατε το Θόδωρο, το Θόδωρο το Ζιάκα;
'Εμείς, πουλιά, του είδαμε μέσ' στ' Άσπρα τα Γεφύρια. Παλικαράκια διάλεγε, παιδιά του εικοσιένα.
Τριών μερώυ περπάτημα το πήρε για μια νύχτα. στα Γρεβενά ξημέρωσε, μέσ' τη μεγάλη χώρα. "Ήτανε μέρα του Βαγιού, το βράδυ του Λαζάρου, που πάν' οι άρχόντοι στην εκκλησιά, πού πάν' νά μεταλάβουν.
Και δεύτερο.
Οι κλέφτες από τα βουνά,
πάν' νά πατήσουνε τα Γρεβενά, την έρημη Μητρόπολη.
Στον παπά-Γιώργη πήγανε. - Άνοιξε μας παπαδιά!
- δεν ανοίγω, ρε παιδιά,
ειν' ο παπάς στην εκκλησιά. -Για μάστε ξύλα, ρε παιδιά, νά κάψουμε την παπαδιά, του ντελή-παπά.
Ο Θεόδωρος Ζιάκας ομοίως τιμώρησε τους Μακραίους, δολοφόνους του αδελφού του. Ένα δημοτικό τραγούδι λέγει:
Στη Κρανιά μεσ' στο Μπουγάζι βγήκαν οι σκυλλο-Μακραϊοι, Πάτησαν πολλά καρβάνια, πήραν άσπρα, πήραν γρόσια. Πήραν κατ μια βλαχοπούλα, πούταν άσπρη σαν το χιόνι, νόστιμη σαν το πεπόνι κι ' όμορφη σαν το τρυγόνι.
Κει που μοίραζαν τα γρόσια, νά κι ο Θόδωρος ο Ζιάκας. Νά τον καί ο Θοδωράκης. Μπαταριά τους ρίχνει απάνω.
δέκα-πέντε λαβωμένοι, οι Μακραίοι σκοτωμένοι.
- Φέρτε ένα παλιό-γρίβα νά τους διώξουμε σαν γίδια.
Μαζί με τον Θεόδωρο Ζιάκα εμφανίσθηκαν τότε καί άλλοι αρματολοί, καί άλλοι κλέφτες. Φαίνεται ότι ο Θ. Ζιάκας αναζωογόνησε τότε τον αγώνα μετά την μερική απελευθέρωση της Ελλάδας. Γι' αυτό αναγκάσθηκε ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας νά εκδώσει διαταγές προς τους αρματολούς της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου καί της Πίνδου, που τους συνιστούσε να πάψουν τον αγώνα, για να διευκολυνθεί ή διπλωματία στο έργο της.
Οι Ζιακαίοι φεύγουν τότε, το 1835, και εγκαθίστανται στην Λαμία, απ’ όπου δεν έπαψαν να οργανώνονται για την επιστροφή.
Τώρα όμως οι αρματολοί μένουν πλέον στα βουνά. Έχουν χάσει την επιρροή τους και προσπαθούν να συντηρηθούν με λεηλασίες. Tο αρματολίκι δεν τους δίνει πλέον τα μέσα της συντήρησης τους. Ο Θ. Ζιάκας δεν παύει νά διατηρεί τις βλέψεις του στο αρματολίκι των Ζαγοροχωρίων. Ένα δημοτικό τραγούδι μιλά για μία επιδρομή του στο πλούσιο χωριό της Ζαγοράς, τα Νεγάδια, πού έγινε κατά τον Κ. Κρυστάλλην τον Ιούλιο του 1828. Ο τελευταίος μάλιστα αποδίδει την πράξη αυτή του Ζιάκα στην φιλαργυρία του.
Tο λέν' οι Καραμπέρισσες, το λέν' κι ' οι Ζαγορίσιες, το λέν' κι ' οι Νεγαδιώτισσες, το λέν' το μοιρολόγι, το λέν' καί τα Ζιακόπουλα από την Βάλια-κάρδα, το λέν' για τη Μπαλάναινα καί την κυρά-Χρυσούλα καί για την κύρ-'Αγγελική της Γκούμενας τη νύφη, πού τις επήραν μπροστά καί σκλάβες τις πηγαίνουν με δώδεκα συντρόφισσες καί με σαράντα δούλους.
- Περπάτα, κύρ-'Αγγελική, μην απομένεις πίσω! Μήνα τα ρούχα σε βαρούν, μήνα καί τα τουμάνια; -Μήτε τα ρούχα με βαρούν, μήτε καί τα τουμάνια,
μου' τα προλίθια με βαρούν, τα γόνατα μου σφάζουν, τη μαύρη την ξυπολυσιά δεν έχω μαθημένα.
τις πήραν καί τις πήγανε ψηλά Στη Βάλια-κάρδα. Ιlιάνουν οι κλέφτες το χορό, βαίνουν καί τις γυναίκες. -Ρίξου, κυρά-Μπαλάναινα, για νά ριχθούν κι' οι άλλες. -Κύριε μ' άπ' τους ουρανούς, δεν σκύφτεις νά κοιτάξεις,
το τι κακό πάθαμε καί τι κακό μας μέλλει; τις πήραν καί τις εξέτασαν όλες με την αράδα, ποια έχει άνδρα άξιο για νά τις ξαγοράση.
Η σύσκεψη στον Όλυμπο
Στα τέλη του 1827 τον βρίσκουμε, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, εξαιτίας των διαδόσεων για την επικείμενη κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα καί τον επικείμενο καθορισμό των συνόρων του συνιστώμενου νέου ελληνικού κράτους, νά παίρνει μέρος σε ζυμώσεις καί κινήσεις στην περιοχή του Ολύμπου. Έτσι πρόκριτοι καί οπλαρχηγοί, μέσα στους οποίους είναι και ο Ζιάκας, συνέρχονται σε μυστική σύσκεψη στη μονή τον αγίου Διονυσίου του Ολύμπου καί με δύο αναφορές τους προς την κεντρική ελληνική κυβέρνηση, ζητούν νά τους υποστηρίξει υλικά και ηθικά και να του στείλει αρχηγό της επαναστατικής κίνησης στη Μακεδονία είτε το Δημήτριο Υψηλάντη είτε το Γερμανό φιλέλληνα συνταγματάρχη Heidek. Την αναφορά υπογράφουν εκτός από το Ζιάκα και άλλοι ονομαστοί οπλαρχηγοί του Ολύμπου, όπως οι αδελφοί Κώστας και Διαμαντής Νικολάου, Γεώργιος καί Αθανάσιος Συροπουλοι, ο Τόλιος Λάζου και άλλοι. Οι απαντήσεις, πού πήραν Οι αρχηγοί τον Ιούλιο του 1828, τους έκοβαν καί τις τελευταίες ελπίδες.
Όσοι οπλαρχηγοί έμειναν ακόμη στην Μακεδονία αναγκάσθηκαν να συμβιβασθούν, ενώ οι υπόλοιποι, όπως και ο Ζιάκας, καταφεύγουν στην ελεύθερη Ελλάδα.
Η προετοιμασία για την επάνοδο.
Ο Ζιάκας δεν μπορεί να ησυχάσει. Το σχέδιο του είναι πάντοτε να βρει ευκαιρία και να επιτεθεί κατά των Γρεβενών για να εκδικηθεί τον Μεχμέτ Τάγο.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες Στα μέρη του Ασπροπόταμου (του Αχελώου) θα τραβήξει ο Ζιάκας, για να στρατολογήσει τους άντρες που του χρειαζόταν, όταν έκρινε πώς μπορούσε να επιστρέψει στην περιφέρεια Γρεβενών και να εκδικηθεί τους εχθρούς του.
Άνθρωποι ορεινοί οι Ασπροποταμίτες, γενναίοι, πολεμικοί, αλλά και πάμπτωχοι, ήταν φυσικό να μή λογαριάζουν τους πολεμικούς κινδύνους καί να λαβαίνουν μέρος στή συγκρότηση αντάρτικων σωμάτων, που θα τους επέτρεπε και στο έθνος νά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αλλά καί νά ζήσουν. Και το αρματολίκι των Γρεβενών ήταν από τα πλουσιότερα, αφού, όπως μας λέει ο Γούλας Ζιάκας, είχε εισόδημα 700 χιλιάδες γρόσια, ποσό αστρονομικό για εκείνη την εποχή, κι αριθμούσε στις μέρες της ακμής του 1.700 άντρες. Ύστερα το όνομα του Ζιάκα ήταν μια εγγύηση πώς θα χτυπούσαν με επιτυχία τους κυρίαρχους.
Κατά την προφορική παράδοση συγκρότησε σώμα με 300 περίπου άντρες καί με οπλαρχηγούς τους γνωστούς και από άλλα δημοτικά τραγούδια Νάσιο Μάνταλο καί το Σωτήρη Στράτο.
Ο πρώτος είναι γνωστός κι από την επανάσταση του 1821, ο δε δεύτερος είναι ο κατοπινός συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, που πήρε μέρος σαν εθελοντής στην Ήπειρο κατά την επανάσταση του 1854.
Το νά έρθουν αγωνιστές της αξίας του Μάνταλου και του Στράτου και νά καταταχτούν στο σώμα του πολύ νέου ακόμα Θ. Ζιάκα, δείχνει την πανελλήνια φήμη και εκτίμηση, που είχε από τότε ο Γρεβενιώτης αγωνιστής.
Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ
Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν νά μπορέσει νά καταλάβει τα Γρεβενά, να μπει στο κονάκι του και να σκοτώσει τον Μεχμέτ Ταγο.
Ο Μεχμέτ Τάγος ήταν υπασπιστής του Αλή πασά, σε μια από τις πολυάριθμες μάχες του εναντίον των εχθρών του, του έσωσε τη ζωή καί σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του διορίσθηκε σιλιχτάρ-αγάς των Γρεβενών και του παραχωρήθηκαν μερικά από τα πολυάριθμα τσιφλίκια, που είχε ο 'Αλή πασάς στην περιφέρεια Γρεβενών. Ο Μεχμέτ Τάγος παντρεύτηκε στα Γρεβενά και πήρε γυναίκα του χριστιανή, την ονομαστή για την ομορφιά και την καλοσύνη της Μιγδάλω από το Φελί Γρεβενών, ή οποία, όπως καί η Βασιλική του Αλή πασά, προσέφερε πολλές υπηρεσίες στους χριστιανούς της περιοχής
Τα κονάκια του Μπέη
Η κατοικία του Μεχμέτ Τάγου, τα ονομαστά κονάκια του μπέη, βρίσκονταν στο νότιο άκρο των Γρεβενών, κοντά στα Γρεβενίτη ποταμό, λίγο πιο κάτω από την σμίξη του Αυλίτη με τον Δοξανίτικο ποταμό κι απέναντι από τη θέση «Τσακάλια». Σώζονταν σχεδόν ανέπαφη ως τα τελευταία χρόνια (λίγο πριν από τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο), όποτε κατεδαφίσθηκε από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της Αντρέα Παπαλεξίου καί πουλήθηκε όλη η περιοχή της για οικόπεδα.
Κτισμένη σ' ένα οικόπεδο περισσότερο από δέκα στρέμματα, αποτελούνταν από μια σειρά επιβλητικών σε όγκο, υψος και εμφάνιση οικοδομημάτων, που τα περιέβαλλε ένα πελώριο και επιβλητικό τείχος ύψους δέκα περίπου μέτρων. Στις άκρες αλλά και στο μέσο των μακρών πλευρών, της δυτικής και της ανατολικής, πανύψηλοι πύργοι χρησίμευαν σαν παρατηρητήρια καί πολεμίστρες. Πάνω από τις μεγάλες σιδερένιες πόρτες η κυρία είσοδος βρισκόταν στη νότια πλευρά, προς το ποτάμι) βρίσκονταν οι «ζεματίστρες», απ' όπου ζεμάτιζαν με καυτό νερό, πίσσα ή λάδι, τον τολμηρό, που θα επιχειρούσε να τις παραβιάσει. Ως τα τελευταία διακρίνονταν πάνω στους τοίχους οι χαρακιές του λαδιού ή της πίσσας. Μέσα στους άδειους χώρους, που άφηναν τα κτισμένα κτήρια, έβοσκαν, όπως μας πληροφορούν οι Wace-Thompson, που τα επισκέφθηκαν καί τα γνώρισαν από κοντά τα άλογα καί τα πρόβατα του νοικοκύρη.
Κατά την παράδοση, αλλά και από τις πληροφορίες των επιγραφών, που σώζονταν πάνω στις εξωτερικές πλευρές του τείχους κτίσθηκε το 1829-30 και ότι για την κατασκευή βοήθησαν με χρήμα καί προσωπική εργασία όλα τα γύρω χριστιανικά χωριά.
Τόση τρομοκρατία ασκούσαν στους χριστιανικούς πληθυσμούς τα αφεντικά του κτηρίου αυτού ώστε, όταν, μετά την απελευθέρωση και την ανταλλαγή των πληθυσμών έφυγαν οι Τούρκοι ιδιοκτήτες του και το κτήριο έμεινε έρημο καί αφύλακτο, και τότε ακόμα κανένας δεν τολμούσε να το πλησιάσει.
Μέχρι τελευταία σωζόταν, μπηγμένο στον τοίχο, ένα πλάγιο ξύλο, όπου στηρίζονταν για να κοπεί το -κεφάλι του κατάδικου. Κάπου εκεί κοντά έδειχναν Ένα πηγάδι, όπου έριχναν κατά την παράδοση το κεφάλι του κατάδικου.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ
Η επίθεση έγινε αφού το σώμα χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα,τα τρία μπήκαν από τρία διαφορετικά σημεία στην πόλη, ενώ το τέταρτο κατέλαβε το Βαρόσι για να υποστηρίξει ενδεχόμενη υποχώρηση και να τιμωρήσει τους εκεί εχθρούς του Ζιάκα. Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν να κόψουν το νερό του μυλαύλακου, που περνούσε κάτω από τα τείχη των κονακιών, και περνώντας κάτω από το άνοιγμα του αυλακιού να μπουν στα κονάκια και να σκοτώσουν τον Μεχμέτ Τάγο. Οι σύντροφοι του όμως δείλιασαν και περιορίσθηκαν στη λεηλασία των Γρεβενών.
Κατά τους Wace-Thompson, η επίθεση έγινε το 1831 και πήραν μέρος χίλιοι άντρες.
Στη συνέχεια ο Ζιάκας και αφού έγινε το φόβητρο των Οθωμανών πιεζόμενος από την έντονη καταδίωξη φεύγει στην ελεύθερη Ελλάδα.
Ο ΖΙΑΚΑΣ ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Επανεμφανίζεται το 1854. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των εφημερίδων, ο Ζιάκας, που βρίσκονταν στην περιοχή της Λαμίας, κέντρο της επαναστατικής κίνησης, περνάει κατά τις αρχές Φεβρουαρίου του 1854 τα ελληνοτουρκικά σύνορα επικεφαλής 700 οπλοφόρων καί ενώνονται με τους επαναστάτες του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου.
Αφού κατέλαβε δύο χωριά της μεσημβρινής Θεσσαλίας, το Δάουκλι και τον Άγιο Γεώργιο,
της περιφέρειας Δομοκού, που είχαν σκοπό να τα καταλάβουν 350 Τουρκαλβανοί, τους αντιμετώπισε σε ολοήμερη μάχη και τους έτρεψε σε φυγή. Στη συνεχεία προχώρησε ΒΔ, προς την περιοχή της Καρδίτσας και των Αγράφων με σκοπό να την ξεσηκώσει κατά των Τούρκων. Η πρώτη μάχη, που έδωσε εναντίον των Τούρκων στη δυτική Θεσσαλία, ήταν κοντά στο χωριό Τσιαμέσι, τη σημερινή Ανάβρα. Κατά τις πληροφορίες των εφημερίδων από τους Τούρκους σκοτώθηκαν περίπου 20 άντρες, ενώ οι Έλληνες Δεν είχαν καμία απώλεια, γιατί ήταν οχυρωμένοι στο χωριό όταν τους προσέβαλαν οι Τούρκοι. Οι σημαντικότερες όμως μάχες που έδωσε ο Ζιάκας στή δυτική Θεσσαλία, ήταν οι μάχες της Πλάζας (το σημερινό χωριό Μοσχάτο) καί των Αγιωργίτεκων καλυβιών στις 1 και 2 Μαρτίου 1854.
Ο Θ. ΖΙΑΚΑΣ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΓΡΕΒΕΝΑ
Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ – Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΔΙΜΗΝΙΤΣΑΣ
Οι τούρκοι πληροφορημένοι για την επαναστατική δράση του Ζιάκα έχουν κουβαλήσει άτακτα στίφη Τουρκομάνων ιππέων και Αλβανών οι οποίοι περισσότερο λήστευαν και λεηλατούσαν.
Κατά τις 10 Μαίου 1854 ένα μεγάλο καραβάνι νομαδικών οικογενειών των ορεινών χωριών της περιφέρειας Γρεβενών και της ανατολικής Ηπείρου, Σαμαρίνας, Αβδέλλας, Δέντσικου κ.τ.λ. κάπου δύο χιλιάδες άτομα, έχοντας φορτωμένα τα πράγματά τους σε εκατοντάδες υποζύγια καί συνοδεύοντας τα αιγοπρόβατα τους, τραβούσαν για τις θερινές τους διαμονές στα ορεινά μέρη. Οι νομάδες ήταν εφοδιασμένοι με όλα τα σχετικά διαβατήρια έγγραφα των τουρκικών αρχών της Θεσσαλίας, απ' όπου είχαν ξεκινήσει κι όπου είχαν τη χειμερινή τους διαμονή. Στον καταυλισμό τους, καθώς προχωρούσαν προς τα δυτικά και πριν φτάσουν ακόμα στα Γρεβενά, τους επισκέφθηκαν οι Αρβανίτες αρχηγοί Μεχμέτ αγάς και Οσμάν αγάς κι αφού φιλοξενήθηκαν από τους τσελιγγάδες του καραβανιού απομακρύνθηκαν κανονικά.
Λίγες ώρες αργότερα έφτασαν στον καταυλισμό Τουρκομάνοι ιππείς και χωρίς λόγο επιτέθηκαν κατά των ανύποπτων βλαχοποιμένων, τραυμάτισαν μερικούς, άρπαξαν μερικές γυναίκες και περί τα χίλια αιγοπρόβατα κι αφού λεηλάτησαν τον καταυλισμό, τράβηξαν προς την κατεύθυνση των Γρεβενών. Τη άναντρη αυτή επίθεση πληροφορήθηκε ο Ζιάκας που είχε εν τω μεταξύ φτάσει στην περιοχή των Γρεβενών. Σε απόσταση τριών ωρών από τα Γρεβενά τους καταφτάνει κι επακολουθεί σφοδρή μάχη, πού κατέληξε σε αληθινή πανωλεθρία των Τουρκομάνων. από τους 350 μόνο περί τους 100 κατόρθωσαν να διασωθούν και να φτάσουν σε οικτρή κατάσταση στα Γρεβενά. Οι απώλειες του Ζιάκα ήταν 5 νεκροί και 15 τραυματίες, που νοσηλεύθηκαν, στο μοναστήρι του Ζημνιατσιού, της σημερινής Παλιουριάς. Η λεία που είχε αρπαχτεί επιστρέφεται από τον Ζιάκα ολόκληρη στους δικαιούχους. Αυτή είναι η περίφημη μάχη της Διμηνίτσας του σημερινού Καρπερού.
Το σχέδιο του Ζιάκα ήταν, σύμφωνα με όσα είχαν συμφωνηθεί καί με τους άλλους οπλαρχηγούς στή Λαμία, να συντονίσει τις ενέργειές του και με τις άλλες επαναστατημένες περιοχές καί να ξεσηκώσει ολόκληρη την περιφέρεια Γρεβενών και γενικότερα τη Δυτική Μακεδονία.
Προετοιμάζει, λοιπόν, το έδαφος για μια γενική εξέγερση, στρατολογεί άντρες, χτυπάει, όπου βρει, τους Τούρκους, τονώνει το ηθικό των χριστιανικών πληθυσμών, καταλαμβάνει επίκαιρες θέσεις μεταξύ Μετσόβου-Γρεβενών καί ειδικά το χωρίο Ζιάκα (Τίστα), το Σπήλαιο και τη στενή δίοδο μεταξύ Μηλιάς Μετσόβου-Κρανιάς Γρεβενών, για να κόψει κάθε πέρασμα τουρκικών δυνάμεων από την Ήπειρο προς την περιοχή Γρεβενών και τη Θεσσαλία.
Το σχέδιο των επαναστατών ήταν να συνδέσει η περιφέρεια Γρεβενών τα επαναστατικά τμήματα της Ηπείρου με τις επαναστατικές δυνάμεις της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Για το σκοπό αυτό ο Γρίβας έρχεται και καταλαμβάνει το Μέτσοβο με σκοπό να συνδεθεί με το Ζιάκα και το στρατηγό Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, πού είχε ξεσηκώσει στο μεταξύ τη Θεσσαλία και βρισκόταν στην περιοχή της Καλαμπάκας. Στις 25 Μαρτίου κάνει επίθεση εναντίον του Γρίβα με δύναμη 2.500 ανδρών ο Αβδή πασάς των Ιωαννίνων. Στις 25-26 Μαρτίου γίνεται φονική μάχη μεταξύ των Τούρκων και των οχυρωμένων στο Μέτσοβο Ελλήνων καί σκοτώνονται 500 Τούρκοι και 100 Έλληνες. Αλλά οι τουρκικές δυνάμεις είναι πολύ υπέρτερες και πολιορκούν στενά τους 800 Έλληνες, πού βρίσκονται μέσα στο Μέτσοβο. Τελικά ο Γρίβας κάνει ορμητική έξοδο και διασώζεται στη Θεσσαλία.
Στο μεταξύ ο Ζιάκας είχε ξεσηκώσει ολόκληρη την περιφέρεια Γρεβενών. Στην επανάσταση παίρνουν μέρος εκτός από τ ην ανταρτική δύναμη, πού είχε φέρει μαζί του ο Ζιάκας από το ελεύθερο ελληνικό έδαφος, και τα περισσότερα χωριά της περιφέρειας Γρεβενών και της νοτιοδυτικής Μακεδονίας.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
Για να καταπνίξουν οι Τούρκοι την επανάσταση στην περιφέρεια Γρεβενών, έχουν συγκεντρώσει εκεί σημαντικές δυνάμεις με την γενική αρχηγία του Αβδή πασά των Ιωαννίνων. Στις επιχειρήσεις πήραν επίσης μέρος ο Οσμάν πασάς της Άρτας και 800 άταχτοι Αρβανίτες τον Τσέλιο Πίτσαρη καθώς και οι ντόπιες τουρκικές δυνάμεις με τον Μεχμέτ Τάγο.
Η λαϊκή παράδοση λέει ότι η δύναμη των Τούρκων ανέρχονταν στις δώδεκα χιλιάδες. Η δύναμη αυτή δείχνει πόσο υπολόγιζαν οι τουρκικές αρχές το Ζιάκα.
Οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει άγρια τρομοκρατία στην περιφέρεια, ιδίως σε βάρος του άμαχου πληθυσμού, απειλώντας με θάνατο κι αυτόν ακόμα τον μητροπολίτη Γρεβενών Αγάπιο.
Το στρατηγείο του ο Αβδή πασάς το είχε εγκαταστήσει στη θέση σε απόσταση μιας ώρας δυτικά του Σπηλαίου, μέρος αρκετά αναπεπταμένο για να απλώσει τις πολυάριθμες δυνάμεις του, ενώ από την ανατολική πλευρά ο Μεχμέτ Τάγος είχε πιάσει το χωριό Ριάχοβο, ( Παρόριο), απ’ όπου ήταν σε θέση να κανονιοβολεί τους πολιορκημένους.
Στο μεταξύ ήρθε από τα Γιάννινα Αυστριακός και Γάλλος πρόξενος για να πείσουν το Ζιάκα να παραιτηθεί από κάθε αντίσταση και να φύγει, προφανώς γιατί δεν ήθελαν να υπάρχει πολεμικός αντιπερισπασμός στο σουλτάνο, σύμμαχο των κυβερνήσεών τους.
Ο Ζιάκας όμως δε θέλησε να δεχτεί τη μεσολάβηση των ξένων προξένων για συνθηκολογήση και να αποχωρήση από το Σπήλαιο. Πίστευε ίσως πώς η επανάσταση μπορούσε ακόμη να μην αποτύχει κι ότι κάθε αντίσταση ήταν κέρδος για τη γενικότερη επαναστατική κίνηση, μα προ παντός δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στον λόγο των Τούρκων.
Η πρώτη επίθεση του Αβδή πασά έγινε από τη θέση “στου Σταμούλη το ταμπούρι», όπου φύλαγε μια ομάδα Βλάχων υπό τον Σταμούλη Τσιουκαντάνα. Αυτοί, μολονότι η θέση ήταν αρκετά οχυρή και θα μπορούσαν να κρατήσουν καί να αντισταθούν περισσότερο, φοβήθηκαν και αποχώρησαν χωρίς αξιόλογη αντίσταση. Τα εχθρικά τμήματα προχώρησαν ίσαμε την “Xoύv Χαρβάλ», όπου τα σταμάτησε και τα ανάγκασε να υποχωρήσουν, ύστερα από ηρωική αντίσταση, ο Καραμήτσιος.
Η κυριότερη όμως επίθεση του εχθρού έγινε από τη θέση «Κανάβια», ενώ oι πολιορκημένοι υπό την προσωπική αρχηγία του Ζιάκα πολεμούσαν από τη θέση «Τσουτσουλιάνος», βραχώδη προεξοχή στα νοτιοδυτικά του Σπηλαίου. Επειδή όμως τα πρωτόγονα ντουφέκια της εποχής δεν έφερναν μεγάλο αποτέλεσμα και ασφαλώς δεν θα υπήρχαν και μεγάλα αποθέματα από πολεμοφόδια για να φέρει αντιπερισπασμό στις εχθρικές επιθέσεις ο Ζιάκας και να τους κάνει και μεγαλύτερη φθορά, σκέφθηκε και εφάρμοσε το ακόλουθο σχέδιο. Έπαιρνε μεγάλα βαρέλια τα γέμιζε με πέτρες και τα κυλούσε από τους βράχους του «Τσουτσουλιάνου» προς τα «Κανάβια», απ’ όπου έκανε τις επιθέσεις του ο εχθρός. Τα βαρέλια κυλώντας πάνω στους βράχους έσπαζαν και οι πέτρες, που σκορπίζονταν ορμητικά σαν θραύσματα οβίδων, έκαναν αληθινή θραύση στον επιτιθέμενο εχθρό. Σε μια από τις ηρωικές αντεπιθέσεις των πολιορκημένων σκοτώνεται ο ηρωικός Μαλτέζος. Η παράδοση λέει ότι ο Μαλτέζος σκοτώθηκε, καθώς καταδίωκε, μαζί με τους άλλους αγωνιστές, τους Τούρκους, από ένα μπεόπουλο, πού ήταν κρυμμένο μέσα στα πυξάρια ότι το θάνατο του τον εκδικήθηκε ο Αλέξης Γκούντας, άριστος σκοπευτής, πού σκότωσε από μακρινή απόσταση το φονιά. Η αντίσταση κράτησε κάμποσες μέρες. Σ' όλο αυτό το διάστημα οι πολιορκημένοι, μ’ όλο που ο εχθρός ήταν ασύγκριτα πολυαριθμότερος και διέθετε πολύ αφθονότερα και τελειότερα πολεμικά μέσα, κράτησαν πολύ καλά τις θέσεις τους και βοηθούμενοι και από την φύση του εδάφους και την τέλεια γνώση του προξένησαν με τις αντεπιθέσεις τους και την ηρωική τους αντίσταση μεγάλη φθορά και έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τους πολιορκητές.
Όσο ηρωική όμως κι αν ήταν η αντίσταση των πολιορκημένων κι όση φθορά κι αν είχαν προξενήσει στους πολιορκητές τους, ο Ζιάκας καταλάβαινε πώς κάθε αντίσταση και κάθε συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων ήταν πια μάταιη, ύστερα μάλιστα από την αποτυχία του Γρίβα να συνδεθεί μαζί του καί το σβήσιμο της επανάστασης στις άλλες περιοχές. Ίσα-ίσα μάλιστα κάθε παράταση του πολέμου επιβάρυνε περισσότερο την θέση των πολιορκημένων, και τη δική του και των αγωνιστών, μα περισσότερο του άμαχου πληθυσμού των γύρω χωριών, που κάποτε θα ήταν υποχρεωμένος να σταματήσει τις εχθροπραξίες και να γυρίσει στα σπίτια του. Αναγκάζεται, λοιπόν, ύστερα από καινούρια μεσολάβηση των προξένων κι αφού εξασφάλισε κάπως περισσότερες εγγυήσεις, να δεχτεί τη συμφωνία για την κατάπαυση των εχθροπραξιών, που του είχαν προτείνει, και να αποχωρήσει.
Η αποχώρηση άρχισε από μία αφύλαχτη θέση, προφανώς ύστερα από τη συμφωνία, με σκοπό να κατεβούν στο ελεύθερο ελληνικό έδαφος προς την περιοχή της Λαμίας.
Μπροστά πήγαιναν τα γυναικόπαιδα, που δεν θέλησαν να μείνουν, οσο κι αν τους δόθηκε η υπόσχεση πώς δεν είχαν να πάθουν τίποτα, ενώ οι μάχιμοι άντρες πήγαιναν από πίσω κι από τα πλάγια, για να προστατέψουν, για κάθε ενδεχόμενο, την αποχώρηση.
Η κάθοδος προς τα ελληνικά σύνορα, για να αποφευχθεί ενδεχόμενη κύκλωση από τον τουρκικό στρατό έγινε δια των βουνών της Κρανιάς και του Μετσόβου. Από εκεί πέρασαν στον Κοζιακα και κατόπιν στα βουνά των Αγράφων αποφεύγοντας, για τον ίδιο πάντοτε λόγο την κύκλωσή τους από τους Τούρκους, τις πεδινές περιοχές, κι έφτασαν, ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες, στο ελεύθερο ελληνικό έδαφος και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Λαμίας.
Προσωπικότητες του Αγώνα και της Απελευθέρωσης.
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ
Μαρτυρικός είναι ο θάνατος του μητροπολίτου Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη τον Οκτώβριο του έτους 1911 και του διάκου Δημητρίου Αναγνώστου, στο χωριό των Γρεβενών Γκριντάδες από τα αποσπάσματα των Νεότουρκων.
Ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης μετά τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης προσελήφθη διάκος του Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλου, που είχε έδρα το Μοναστήρι και σαν καθηγητής των Θρησκευτικών του εκεί Ελληνικού Γυμνασίου.
Κατόπιν χειροτονήθηκε στον βαθμό του βοηθού επισκόπου Πελαγονίας με τον τίτλο Πέτρας, πρωτοστατών σ’ όλα τα εθνικά ζητήματα κατά την εποχή της έντασης του Μακεδονικού αγώνα. Το 1908 έγινε Μητροπολίτης Γρεβενών, όπου διεξήγαγε δεινούς και σκληρούς αγώνες κατά του τοπικού Νεοτουρκικού Κομιτάτου Γρεβενών, ενισχυμένου από τους Αρουμούνους.
Κατά την αφήγηση του γέροντα ιερέα Γρεβενών παπά-Γιώργη Σιρβιρή, ή Ντελή-Παπά, ο σεβασμιότατος λειτούργησε το πρωί της 1ης/ 14ης Οκτωβρίου 1911 μέρα Σάββατο με τον διάκο του Δημήτριο στο χωριό Σνίχοβο,.
Κατά το μεσημέρι αναχώρησαν οι δυο τους με τα ζώα καί τον κυρατζή για το χωριό Γκριντάδες που απέχει 2 ώρες από το Σνίχοβο.
Έπρεπε να περάσουν μία δασώδη χαράδρα. Εκεί όμως τους είχαν στήσει ενέδρα τα Τουρκικά αποσπάσματα. Λέγεται ότι η Ρουμανική προπαγάνδα είχε συκοφαντήσει στους Νεότουρκους τον Άγιο των Γρεβενών, ότι δηλ. ο Δεσπότης κατά τις περιοδείες του υποκινούσε τους ομοεθνείς του σε εξέγερση.
Τα δύο πτώματα τα έκρυψαν μέσα στο δάσος, όπου έμειναν ως τον Οκτώβριο.
Η παράδοσις λέει, ότι τα σεπτά λείψανα ανακάλυψε κατά θείαν υπόδειξη ένας βοσκός. Έβοσκε τα πρόβατά του την νύκτα, όταν μέσα στο δάσος είδε να καιει ένα φως σαν κανδήλι. Το είπε στους συγχωριανούς του και πολλοί μαζί πήγαν στο μέρος εκείνο. Βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Είδαν τα πτώματα του Δεσπότη και του Διάκου παραμορφωμένα. Τα πήραν και τα έφεραν στα Γρεβενά. Είχαν έκδηλα τα σημεία του μαρτυρικού τους θανάτου. Του Αιμιλιανού είχαν βγάλει το ένα μάτι με ξιφολόγχη, και είχαν κατακομματιάσει τα χέρια. Το σώμα του έφερε πολλά τραύματα. Του είχαν δε ξεσχίσει τα άμφια. Του Διάκου Δημητρίου έλειπε το μισό κρανίο, ο εγκέφαλος και η γενειάδα του.
Κατανυκτική ήταν η κηδεία των δύο τούτων εθνομαρτύρων στα Γρεβενά την 11 /24 Οκτωβρίου 1911, χοροστατούντων τριών μητροπολιτών και πολλών πρεσβυτέρων της Επαρχίας Γρεβενών, από τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου - Βαρόσι. Τα ιερά λείψανα ετάφησαν στον περίβολο του ναού.
Κατά την περίοδο αυτή σπουδαίο ρόλο έπαιξαν δύο πρόσωπα, ο Νικόλαος Κουσίδης και ο Γεώργιος Μπούσιος.
Ο Νικόλαος Κουσίδης γεννήθηκε στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου το έτος 1862. Σπούδασε στην Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων μέχρι το 1885 και στη Νομική Σχολή Αθηνών μέχρι το 1890. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στα Ιωάννινα ως το 1895. Μετά εγκαταστάθηκε στα Γρεβενά σαν δικηγόρος και έμπορος. Συνεργάσθηκε με τους Αθαν. Ηλία, Γεωρ. Ηλιάσκο, Τριαντ. Κωνσταντινίδη, Σπύρ. Ευθυμιάδη, Χρ. Παπανικολάου στο Μοναστήρι για υπόθαλψη ανταρτικών σωμάτων. Επανήλθε και εργάσθηκε με τον Γεωρ. Μπούσιο. Κατά τον Δεκέμβριο του 1906 συνελήφθηκε πάλι κατηγορούμενος ότι διηύθυνε στα Γρεβενά ανταρτικά σώματα. Μαζi με τον Γ. Μπούσιο φυλακίσθηκε τότε στις φυλακές Γρεβενών, Κοζάνης, Καιλαρίων καί Μοναστηρίου. Και οι δύο καταδικάσθηκαν σε τριετή φυλάκιση απο τον Γενικό Διοικητή Μοναστηρίου Χιλμή-πασα. Μετά από ένα έτος αποφυλακίσθηκε με την επέμβαση των Μεγ. Δυνάμεων και του Οικουμ. Παριαρχείου στις 2 Ιανουαρίου 1908. Τον Οκτώβριο του 1912 συνελήφθηκε απο τον Μπεκήρ-αγά σαν όμηρος. Πέθανε τον Μάιο του 1914 στην Αθήνα. Υπηρέτησε εθνικά την πόλη σαν έφορος των σχολών και ως δημογέρων μέχρι το 1912.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΟΥΣΙΟΣ
Ο Γεώργιος Ανδρ. Μπούσιος γεννήθηκε στά Γρεβενά το έτος 1876, απο οικογένεια αρχοντική.
Τα πρώτα μαθήματα πήρε στα Ελληνικά Σχολεία των Γρεβενών και του Τσοτυλίου. Από εκεί γράφτηκε στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης όπου σπούδασε νομικές, πολιτικές καί οικονομικές επιστήμες. Ειδικεύτηκε στο Οθωμανικό Δίκαιο. Στα Γρεβενά γύρισε το 1900. Εργάσθηκε στις επιχειρήσεις του πατέρα του. Ανέπτυξε εθνική δράση, συνεργαζόμενος με τον Αιμιλιανό για την εξουδετέρωση όσων δρούσαν υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας την περίοδο 1906-1908. Γι? αυτό διώχθηκε και φυλακίσθηκε στο Μοναστήρι με τον Γουσίδη. Το 1908 όταν ανακηρύχθηκε το νέο Τουρκικό Σύνταγμα ο Γ. Μπούσιος με τον Κ. Δρίζη εκλέχθηκε βουλευτής του Νομού (σαντζακίου) Σερβίων (Κοζάνης). Στην Οθωμανική Βουλή Κων/πολης ανέλαβε την ηγεσία της Ομάδας των Ελλήνων βουλευτών. Σαν βουλευτής διέπρεψε είτε με τις αγορεύσεις είτε σαν δημοσιογράφος υποστηρίζοντας τα δίκαια τού Ελληνισμού και τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ετσι πολύ γρήγορα έπεσε σε δυσμένεια στους Νεότουρκους, οι οποίοι τον Μάρτιο του 1913 τον εξόρισαν με αποτέλεσμα ο Μπούσιος να έρθει στην Αθήνα.
Όταν έμεινε στην Αθήνα ο Γ. Μπούσιος, οργάνωσε με τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφου τον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα το έτος 1914.
Tο έτος 1915 εκλέγεται βουλευτής Κοζάνης με τον συνδυασμό του Ιωνος Δραγούμη. Μετά την δολοφονία του Δραγούμη, την αρχηγία του κόμματος ανέλαβε ο Γ. Μπούσιος, έτος 1920. Κατά τον Αύγουστο του 1922 πήρε από τον βασιλιά Κωνσταντίνο την εντολή να σχηματίσει Κυβέρνηση αλλά κατέθεσε άπρακτος την εντολή. Έγινε όμως τότε Υπουργός Εσωτερικών και Επισιτισμού της Κυβέρνησης Ν. Τριανταφυλλάκου.
Πέθανε στην Αθήνα την 23η Μαρτίου 1929 μετά από εικοσαετή περίπου πολιτική δράση.
Η μέρα της απελευθέρωσης.
Την απελευθέρωση των Γρεβενών, της Πίνδου και όλης της Μακεδονίας από τον Τουρκικό ζυγό έφεραν οι Βαλκανικοί πόλεμοι του έτους 1912. Τα τέσσερα Βαλκανικά κράτη, Ελλάς, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο κατόπιν συμμαχίας, με την έμπνευση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, επέδωσαν διακοίνωση στην Τουρκική Κυβέρνηση την 30η Σεπτεμβρίου 1912 στην Κωνσταντινούπολη με την οποία ζητούσαν προνόμια των εθνικοτήτων τους στην Μακεδονία. Το διάβημα δεν έγινε δεκτό και την 4η Οκτωβρίου 1912 τα συμμαχικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.
Από την 5η Οκτωβρίου άρχισαν οι επιχειρήσεις.
H Ελλάδα εισέβαλε στην Μακεδονία από την Θεσσαλία και μάλιστα από την Ελασσόνα.
Προηγήθηκαν εισβολές εθελοντικών αντάρτικων σωμάτων με την ηγεσία διάφορων Μακεδονομάχων οπλαρχηγών. στα Γρεβενά πρώτα έφθασε την l5η Οκτωβρίου 1912 το υπό των συνταγματάρχη του Μηχανικού Στέφανο Γεννάδη ανεξάρτητο απόσπασμα, αποτελούμενο από σχηματισμούς πεζών, ευζώνων, πεζοναυτών, ανταρτών, εθελοντικών σωμάτων κ.τ.τ., αφού προηγούμενα κατέλαβαν τη Δεσκάτη.
Την 16η Οκτωβρίου το απόσπασμα Γεννάδη ενισχύθηκε από μια διλοχία του 24ου Πεζ. Συν/τος με διοικητή τον ταγματάρχη Κουσουράκη και με τα εθελοντικά σώματα του Μακεδονομάχου οπλαρχηγού - λοχαγού Γ. Κατεχάκη.
Διατάχθηκε να εκκαθαρίσει την περιφέρεια των Γρεβενών - Ανασελίτσης - Σιατίστης από τις στρατιωτικές δυνάμεις των Τούρκων που είχε ο Μεχμέτ – πασά. Στη συνέχεια νά προχωρήσει και να καταλάβει και την Καστοριά.
Πράγματι την 17η Οκτωβρίου το 1ο τάγμα Ευζώνων διατάχθηκε να καταλάβει το Τσούρχλι (Άγιος Γεώργιος).
Το τάγμα έφθασε στο Τσούρχλι την 5η μ.μ. τα εθελοντικά σώματα βρίσκονταν ήδη σε μάχη με τις δυνάμεις του Αλή- Μπεκήρ - αγά, λοχαγού του εχθρικού στρατού. Το χωριό κατέλαβε την 18η Οκτωβρίου.
Την 19η το απόσπασμα Γεννάδη κινήθηκε για να καταλάβει τη Σιάτιστα, την Ανασελίτσα και την Καστοριά.
Την Σιάτιστα είχαν καταλάβει την 12η Οκτωβρίου εθελοντικά σώματα υπό τον λοχαγό Γ. Κατεχάκη.
Στα Γρεβενά είχε παραμείνει σαν φρουρά ένας λόχος του 24ου Πεζ. Συν/τος. Την 22η όμως Οκτωβρίου έγινε η σύμπτυξη της V Μεραρχίας που μάχονταν στο Σόροβιτς και τα γύρω της στρατιωτικά σώματα διετάχθηκαν να σπεύσουν προς ενίσχυσή της.
Γι΄ αυτό τα Γρεβενά και η περιφέρειά τους έμειναν ακάλυπτα στρατιωτικά.
Ο Μεχμέτ-πασάς κινήθηκε τότε από την Κορυτσά για να καταλάβει την Κοζάνη και να αποκόψει έτσι την επικοινωνία των ελληνικών στρατευμάτων. Τότε εύβρήκε ευκαιρία ο Μπεκήρ - αγάς, μπήκε στα Γρεβενά καί έκανε αντεκδικήσεις...
Ένα δημοτικό τραγούδι λέγει:
Ποιος Θέ νάκούση κλάματα, γυναίκια μοιρολόγια! 'Εκεί στην επαρχία μας, εδώ στα Γρεβενά μας. 'Εκεί ν' ακουστέ κλάματα, ν' ακουστέ μοιρολόγια,
πώς κλαιν' μανάδες για παιδιά, καί τα παιδιά για μάνες. δεν κλαίνε για το χαλασμό, πού Θέ νά χαλαστούνε,
δεν κλαίνε για το σκοτωμό, πού Θέ να σκοτωθούνε. 'Αλί - Μπεκήρις έφθασε, 'Αλί - Μπεκήρις φθάνει, κι ' όλους με το ασκέρι του κομμάτια Θα τους κάνη. Κάνουν κουβέντες δυο καί τρεις, κάνουν κουβέντες πέντε. 'Ο Νίκο - Φλώρος φώναζε κρατώντας το ντουφέκι.
-Παιδιά, ο Μπεκήρις έφθασε, είναι μέσ' στο Κουμπλάρι, γρήγορα για νά φτάσουμε μέσ' στο Λευτεροχώρι.
Φεύγει το γυναικόπαιδο, άνδρες πολλοί καί γέροι.
Κι ' άλλος λεβέντης φώναξε, κι ' άλλος λεβέντης λέει. -Παιδιά, ο Μπεκήρις έφθασε, μπήκε στα Γρεβενά μας, φέρνει Τουρκιά αμέτρητη, κι ' οι κάμποι πρασινίζουν, μόν' γρήγορα νά φτάσουμε κάτω στο Καλαμίτσι,
ως που νά φτάσει ο Στρατός, κι ' ο καπετάν Βερβέρας. Αυτοί Θα φάνε την Τουρκιά, καί όλο το Ντοβλέτι.
Τα Γρεβενά και η επαρχία έμειναν στα χέρια των Τούρκων από την 26η Οκτωβρiου μέχρι την 8η Νοεμβρίου. Την μέρα αυτή κατελήφθησαν εκ νέου τα χωριά Τσούρχλι και Κρίφτσι, και η Ανασελίτσα, οι δε Τούρκοι αναγκάσθηκαν να φύγουν προς την Πίνδο και τα Ιωάννινα. Στα Γρεβενά εισήλθε λόχος πεζοναυτών την 10η Νοεμβρίου 1912. Την l5η Νοεμβρίου ήλθε στα Γρεβενά και το απόσπασμα του αντισυνταγματάρχου Ηπίτη, με τους ερυθροχίτωνας Γαριβαλδινούς του Αλ. Ρώμα και του ποιητή Μαβίλη. Οι τελευταίοι διατάχθηκαν να βαδίσουν προς την Πίνδο και έδωσαν μάχη στο Σειρήνι την 16η Νοεμβρίου οπότε και έτρεψαν σε φυγή τους Τούρκους.
'Επήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε, μάτια πολλά το λένε, όπου γελούν καί κλαίνε.
Tο λέν' πουλιά των Γρεβενών, κι ' αηδόνια του Μετσόβου, πού τη σκιάζει ή παγωνιά κι ' ή ανατριχίλα φόβου...
Καί τώρα, εκεί που άλλοτε ή ' Ερυθρά ' Ημισέληνος σκέπαζε καί έσκίαζε το υπόδουλο Γένος, τώρα παίζει εκεί με το ελεύθερο αγέρι του Σολωμού καί κυματίζει υπερήφανα ή Γαλανή Σημαία του Σταυρού. Καί ή λαϊκή μούσα ψάλλει:
Ξύπνα, Δεσπότη Γρεβενών νά ίδής τα Θαύματά σου νά ίδής τα 'Ελληνόπουλα τριγύρω στα χωριά σου. Ξύπνα, δεσπότη Γρεβενών, νά ίδής τη λευτεριά σου, να ίδής τη Γαλανόλευκο μέσα στα Γρεβενά σου
πηγη: Αποστ. Παπαδημητριου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου